Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπο-ψηφίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-ψηφίζομαι, Αττ. μέλ. -ῐοῦμαι· αποθ.· I. 1. απαλλάσσω με την ψήφο μου κάποιον από μια κατηγορία θανάτου, τον αθωώνω, ἀποψηφίζεσθαί τινος, απαλλάσσω κάποιον από την ποινή του θανάτου με την ψήφο μου, αρνούμαι να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το καταψηφίζεσθαι, σε Λυκούργ.· εξού, ἀποψηφίζομαί τινος, απαλλάσσω, δηλ. αθωώνω με την ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για κάτι, σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., ρίχνω αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ. 2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα με την ψήφο μου ως μέλος του δήμου, σε Δημ.Παθ., έχω στερηθεί τα πολιτικά μου δικαιώματα, στον ίδ. II. με αιτ. πράγμ., λέγεται για δικαστές, ἀποψηφίζομαι γραφήν, ψηφίζω εναντίον της αποδοχής μιας κατηγορίας, σε Αισχίν. III. ἀποψηφίζομαι μὴ ποιεῖν τι, ψηφίζω κατά της εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.