Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνα-μιμνῄσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-μιμνῄσκω, μέλ. -μνήσω, ποιητ. ἀμμνήσω, I. 1. θυμίζω κάτι σε κάποιον, με διπλή αιτ.· ταῦτά μ' ἀνέμνησας, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., ἀν. τινά τινος, σε Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., θυμίζω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Πίνδ. 2. με αιτ. πράγμ., ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, σε Δημ. II. στην Παθ., ενθυμούμαι, τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πιο σπάνια, τι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περί τι, σε Πλάτ.