Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀν-ήκεστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-ήκεστος, -ον (ἀκέομαι), 1. ανίατος, αγιάτρευτος, μη ιάσιμος, μοιραίος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ἀνήκεστα ποιεῖν τινα, καταφέρνω ολέθρια χτυπήματα, τραύματα, σε Ξεν.· ἀνήκεστα πάσχειν, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, δυσάρεστος, απεχθής, σε Ξεν. II. Ενεργ., αυτός που πλήττει ανεπανόρθωτα, θανάσιμα, σε Σοφ.· επίρρ., ἀνηκέστως διατιθέναι, μεταχειρίζομαι με βαρβαρική σκληρότητα, σε Ηρόδ.