Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φεύγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φεύγω, (√ΦΥΓΙων. παρατ. φεύγεσκον· μέλ. φεύξομαι, Δωρ. φευξοῦμαι (επίσης σε Αττ. χάριν μέτρου)· αόρ. βʹ ἔφυγον, Ιων. φύγεσκον, πέφευγα· Επικ. Παθ. μτχ. πεφυγμένος, με Ενεργ. σημασία, και πεφυζότες (πρβλ. φύζα). I. 1. τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· με πρόθ., φεύγω ἀπό ή ἔκ τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως με γεν. μόνο, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., φεύγειν φυγήν, σε Ευρ. (ομοίως, φυγῇ φ., σε Πλάτ.φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν (ενν. ὁδόν), φεύγω ταχύτατα προς τη θάλασσα, σε Ηρόδ. 2. ο ενεστ. και ο παρατ. κυρίως δηλώνουν την προσπάθεια να φύγει κάποιος, απ' όπου η μτχ. φεύγων συνάπτεται με σύνθ. ρήμ. ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, για να διακρίνεται από την πραγματοποίηση η προσπάθεια, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, είναι καλύτερα κάποιος να φύγει για να αποφύγει το κακό παρά να μείνει και να συλληφθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· φεύγων, εκφεύγω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. φεύγω εἰς..., καταφεύγω σε..., βρίσκω καταφύγιο σε..., σε Ευρ. 4. με απαρ., διστάζω να κάνω κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· και με το απαρ. να παραλείπεται, οπισθοχωρώ, σε Σοφ. II. 1. με αιτ., απέχω, διαφεύγω, αποφεύγω, σε Όμηρ. κ.λπ.· φεύγω φόνον, αποφεύγω τις συνέπειες του φόνου, σε Ευρ.· η Παθ. μτχ. παρακ. επίσης διατηρεί την αιτ. στον Όμηρ., ο οποίος τη συνάπτει με εἶναι ή γενέσθαι, = πεφευγέναι, π.χ. μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι, λέω ότι κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι, στο ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, ἠνίοχον φύγον ἡνία, τα ηνία έφυγαν από τα χέρια του, στο ίδ. III. 1. φεύγω από την πατρίδα μου εξαιτίας ενός εγκλήματος, σε Όμηρ.· οἱ φεύγοντες, οι εξόριστοι, σε Θουκ.· φεύγω πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ. 2. φεύγω ὑπό τινος, εξορίζομαι από κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., πηγαίνω στην εξορία, ζω στην εξορία, Λατ. exulare, σε Ηρόδ. IV. ως Αττ. δικανικός όρος, είμαι κατηγορούμενος ή καταδιωκόμενος· ὁ φεύγων, κατηγορούμενος, εναγόμενος, Λατ. reus, αντίθ. του διώκων, κατήγορος, ενάγων, σε Αριστοφ., Ρήτ.· με αιτ., φεύγωγραφήν ή δίκην, δικάζομαι ως κατηγορούμενος για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· το έγκλημα τίθεται σε γεν., φεύγω φόνου (ενν. δίκην), κατηγορούμαι για φόνο, σε Λύσ. κ.λπ.· φεύγω ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορούμαι ως ασεβής ή καταγγέλλομαι από κάποιον, σε Πλάτ.