Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέχνη"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
τέχνη, (τίκτωI. τέχνη, ευφυΐα, επιδεξιότητα στην εργασία, επιτηδειότητα στο χέρι, ιδίως λέγεται για την επεξεργασία των μετάλλων, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναυπηγό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μάντη, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. με αρνητική σημασία, πανουργία, δολίη τέχνη, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πανουργίες, τεχνάσματα, στο ίδ. κ.λπ. 3. τρόπος ή μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάποιο πράγμα, χωρίς καμία έννοια επιδεξιότητας ή πανουργίας, μηδεμιῇ τέχνῃ, με κανέναν τρόπο, σε Ηρόδ.· πάσῃ τέχνῃ, με κάθε τρόπο, σε Αριστοφ.· παντοίῃ τέχνῃ, σε Σοφ. II. τέχνη, επάγγελμα, ἐπίστασθαι τὴν τέχνην, να γνωρίζεις την τέχνη του, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι, ασκεί την τέχνη, σε Σοφ.· ἐπὶ τέχνῃ μανθάνειν τι, μαθαίνω κάτι ως επάγγελμα, σε Πλάτ.· τέχνην ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι επάγγελμά μου, σε Δημ. III. τέχνη, δηλ. σύστημα κανόνων, συστηματική μέθοδος του να φτιάχνεις ή να κάνεις κάτι, σε Πλάτ., Αριστ.· ἢ φύσει ἢ τέχνῃ, σε Πλάτ.· μετὰ τέχνης, ἄνευ τέχνης, στον ίδ. IV. = τέχνημα, έργο τέχνης, εργόχειρο, σε Σοφ.
τεχνήεις, -εσσα, -εν, ποιητ. επίθ., I. εντέχνως κατειργασμένος, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. τεχνηέντως, με τέχνη, με επιδεξιότητα, στο ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, γυναῖκες ἱστὸν τεχνῆσαι (συνηρ. αντί τεχνήεσσαι), επιδέξιες στον αργαλειό, στο ίδ.
τέχνημα, -ατος, τό (τεχνάομαιI. 1. = τέχνασμα, σε Σοφ. 2. λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας τέχνημα, αριστούργημα κακίας, στον ίδ. II. τέχνασμα, απάτη, δόλια επινόηση, σε Ευρ.· γενικά, επινόηση, εφεύρεση, σε Πλάτ.
τεχνήμων, -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.
τεχνητός, , -όν (τεχνάομαι), αυτός που έχει γίνει με τέχνη, σε Πλούτ.