Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προ-ΐημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-ΐημι, γʹ ενικ. ενεστ. προΐει (όπως αν προερχόταν από προΐω), γʹ ενικ. ευκτ. προΐοι· Αττ., παρατ. προΐειν, -εις, -ει· μέλ. προήσω, αόρ. αʹ προῆκα, Επικ. προέηκα· γʹ πληθ. αορ. βʹ πρόεσαν, ευκτ. προεῖεν, προστ. πρόες, γʹ ενικ. προέτω, απαρ. προέμεν αντί προεῖναι· — Μέσ., αόρ. αʹ προηκάμην· γʹ πληθ. ευκτ. αορ. βʹ πρόοιντο ή πρόειντο,
Α. I. 1.
στέλνω από πριν, στέλνω μπροστά, προπέμπω, σε Όμηρ.· επίσης, στέλνω κάτι σε κάποιον άλλο, ἀγγελίας φήμην, σε Ομήρ. Οδ.· στον Όμηρ. συχνά με απαρ., αἰετὼ προέηκα πέτεσθαι, οὖρον προέηκεν ἀῆναι, σε Ομήρ. Οδ. 2. στέλνω μακριά, αποπέμπω, αφήνω να φύγει, σε Ομήρ. Ιλ.· τήνδε θεῷ πρόες, άφησέ τη να πάει στον θεό, δηλ. με ευλάβεια σ' αυτόν, στο ίδ. 3. αφήνω να χαθεί, αφήνω να πέσει, ιδίως απερίσκεπτα, ἔπος προέηκε, άφησε να πέσει ο λόγος αψήφιστα, σε Ομήρ. Οδ.· πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε, άφησε να πέσει το πηδάλιο από τα χέρια του, στο ίδ.· δάκρυα προῆκεν, σε Ευρ. 4. λέγεται για βλήματα, βέλη, στέλνω μπροστά, πυροβολώ, εξακοντίζω από μπροστά, σε Όμηρ. 5. λέγεται για ποταμό, ὕδωρ προΐει ἐς Πηνειόν, χύνει το νερό του στον Πηνειό, σε Ομήρ. Ιλ. 6. προΐημί τινι ποιεῖν τι, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Πίνδ. II. 1. παραδίδω, αφήνω, προδίδω κάποιον στον εχθρό του, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., παραδίδομαι ή αφήνομαι μακριά, εἰ προεῖτο ταῦτα, σε Δημ. 2. ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ προΐημι αὐτόν, παραδίδω ή αφήνω τον εαυτό μου στις παρούσες (προσωρινές) ηδονές, σε Ξεν. Β. Μέσ., I. στέλνω μπροστά από κάποιον, οδηγώ μπροστά, αποδιώχνω προς κάποιο μέρος, σε Ξεν.· λέγεται για ήχους, εκπέμπω, σε Αισχίν. κ.λπ. II. 1. παραδίδω, αφήνω, παραδίδω στον εχθρό, σε Θουκ. κ.λπ.· προΐημι σφᾶς αὑτούς, παρέδωσαν τους εαυτούς τους ως ηττημένους, απέβαλαν κάθε ελπίδα νίκης ή διάσωσης, στον ίδ. 2. εγκαταλείπω, αφήνω, στον ίδ.· οὐδαμῇ προΐεντο ἑαυτούς, δεν παραχώρησαν τους εαυτούς τους (δηλ. δεν δωροδοκήθηκαν), σε Δημ. 3. παρέχω, χαρίζομαι, σε Θουκ. κ.λπ.· προέσθαι ἀπὸ τῶν ἰδίων, σε Δημ. 4. αποβάλλω, πετώ τα ρούχα μου, στον ίδ.· και με αρνητική σημασία, ρίχνω μακριά, τὸν καιρόν, στον ίδ.· τὰ πατρῷα, σε Αισχίν.· απόλ., είμαι σπάταλος, σε Αριστ. 5. πολλές φορές προστίθεται δεύτερο κατηγορ., ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους, μας εγκατέλειψαν να αδικούμαστε (μας άφησαν στην αδικία), σε Θουκ.· προέμενοι αὐτοὺς ἀπολέσθαι, σε Ξεν.· προΐημί τινι ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι, σε Δημ. 6. αφήνω κάποιον να φύγει, σε Πολύβ. 7. σπανίως με θετική σημασία, παραδίδω σε κάποιον, εμπιστεύομαι στη φροντίδα κάποιου, σε Ξεν. III. απορρίπτω, αμελώ, περιφρονώ, σε Αριστ.· απόλ., παραμελώ κάθε συμβουλή, είμαι απερίσκεπτος, σε Δημ.