Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιπράσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πιπράσκω, Ιων. πιπρήσκω, συντετμ. τύπος από το πι-περάσκω, αναδιπλ. τύπος από περάω Β, παρακ. πέπρᾱχα· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπράκειΠαθ., μέλ. πραθήσομαι και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐπράθην [ᾱ], Ιων. ἐπρήθην· παρακ. πέπρᾱμαι, Ιων. πέπρημαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπέπρᾱτο· I. πουλώ, σε Δημ.Παθ., πουλιέμαι, πωλούμαι, ιδίως προς εξαγωγή, σε Ηρόδ., Αττ. II. πουλώ, προδίδω εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. πέπραμαι, έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.