Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρ-έχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-έχω, μέλ. παρέξω ή παρασχήσω, παρακ. παρέσχηκα, αόρ. βʹ παρέσχον, Επικ. απαρ. παρασχέμεν, προστ. παράσχες· ποιητ. επίσης παρέσχεθον, απαρ. παρασχεθεῖν.
Α.
Ενεργ., I. 1. έχω κάτι έτοιμο, κρατώ σε ετοιμότητα, παρέχω, προμηθεύω, τροφοδοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι παρέξω, θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ. 2. δίνω, προξενώ, παρέχω, προσφέρω, φιλότητα, εὐφροσύνην, σε Όμηρ.· ὄχλον, σε Ηρόδ.· χάριν εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. προτείνω ή προσφέρω για κάποιο λόγο, με απαρ., (ὀΐες) παρέχουσι γάλα θῆσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· παρέχω τὸ σῶμα τύπτειν, σε Αριστοφ.· παρέχω ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν, σε Ξεν.· πάρεχε ἐκποδών, πήγαινε από δω! (φύγε!), σε Αριστοφ. 2. με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., προβάλλω ή παρουσιάζω τον εαυτό μου ως..., παρέχω ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· εὐπειθῆ, σε Ξεν.· παρέχω γῆν ἄσυλον, προσφέρω τη χώρα ως άσυλο, σε Ευρ. III. 1. επιτρέπω, δίνω, σιγὴν παρασχών, σε Σοφ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. 2. απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η λέξη ὁ καιρός), παρέχει τινί, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη δύναμη κάποιου να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., παρέχον, είναι στη δύναμη κάποιου, εφόσον κάποιος μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ. IV. σε Αττ., παρουσιάζω ένα πρόσωπο κατόπιν διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. Β. Μέσ., παρέχομαι, μέλ. -έξομαι και σχήσομαι, Παθ. (με Μέσ. σημασία) παρακ. -έσχημαι· I. 1. παρέχω από τον εαυτό μου, δίνω κάτι από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. παρέχω, προμηθεύω, παράγω, κροκοδείλους, στον ίδ. 3. εμφανίζω, παρουσιάζω από τη μεριά μου, προθυμίαν, στον ίδ. κ.λπ. II. στο Αττ. δίκαιο, παρέχεσθαί τινα μάρτυρα, παρουσιάζω ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ. III. παρουσιάζω ως δικό μου, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα, αναγνωρίζω κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· παρέχω πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, εκπροσωπώ την πόλη, σε Θουκ. IV.προσφέρω, υπόσχομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ. V. καθιστώ κάποιον έτσι ή αλλιώς απέναντί μου, παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ, σε Ευρ. VI. στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, υπολογίζομαι, συναριθμούμαι, παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας, σε Ηρόδ.