Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοσμέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κοσμέω, μέλ. -ήσω (κοσμός), I. 1. τακτοποιώ, διευθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιδίως, παρατάσσω στράτευμα, βάζω στη σειρά, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., κοσμησάμενος πολιήτας, έχοντας τακτοποιήσει τους άνδρες τους, στο ίδ. 2. γενικά, προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, δόρπον, σε Ομήρ. Οδ.· ἔργα, σε Ησίοδ. κ.λπ. II. 1. διαθέτω, κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ κοσμούμενα, διαταγές, διατάγματα, σε Σοφ. 2. στην Κρήτη, είμαι ο Κόσμος (κόσμος III), διοικώ ως τέτοιος, σε Αριστ. III. 1. κοσμώ, στολίζω, καταρτίζω, εφοδιάζω, ντύνω, ιδίως, λέγεται για γυναίκες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.Μέσ., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς, διακοσμώ τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., στολίζω, καλλωπίζω, εξωραΐζω, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. 3. τιμώ, αποδίδω τιμές σε, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. IV. στην Παθ., αποδίδομαι ή ανάγομαι σε κάτι, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νόμον αὗται (αἱ πόλεις) ἐκεκοσμέατο, σε Ηρόδ.