Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰτία"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
αἰτία, (αἰτέω), I. 1. ψόγος, μομφή, κατηγορία, Λατ. crimen· επομένως, ενοχή ή σφάλμα που περιέχεται σε μία τέτοια κατηγορία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, κατηγορούμαι· τινός, για κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, αἰτίαἔχει με, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ή γίγνεσθαι, σε Ξεν. κ.λπ.· αἰτίαν ὑπέχειν, βρίσκομαι υπό κατηγορία, κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· αἰτίαν φέρεσθαι, σε Θουκ.· αἰτίαις ἐνέχεσθαι, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα παραπάνω είναι τα ἐν αἰτίᾳ ἔχειν ή δι' αἰτίας, θεωρώ κάποιον ένοχο, κατηγορώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, σε Σοφ.· αἰτίαν νέμειν τινί, στον ίδ. κ.λπ. 2. με θετική σημασία, εἰ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, (η ευδαιμονία μας) οφείλεται σε αυτόν, η δόξα είναι δική του, σε Αισχύλ.· οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, αυτοί που έχουν την υπόληψη ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ. 3. επίπληξη, νουθεσία, παραίνεση· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ. II. αναγκαστικό ή τελικό αίτιο, αιτία, Λατ. causa, σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. αἰτίᾳ ως επίρρ., όπως το Λατ. causa, εξαιτίας, χάρη σε, ένεκα· κοινοῦ ἀγαθοῦ, σε Θουκ. III. περίσταση, ευκαιρία· αἰτίαν παρέχειν, σε Λουκ. IV. (στη Λογική), η κύρια κατηγορία στην οποία υπάγεται ένα πράγμα, σε Δημ.
αἰτιάασθαι, Επικ. απαρ. του αἰτιάομαι.
αἰτιάζομαι (αἰτία), Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.
αἰτίᾱμα, -ατος, τό, κατηγορία, απόδοση ενοχής· λαβεῖν ἐπ' αἰτιάματί τινα, σε Αισχύλ.· τοιοῖσδε ἐπ' αἰτιάμασιν, με τέτοιες κατηγορίες, στον ίδ.
αἰτιάομαι, Επικ. γʹ πληθ. αἰτιόωνται, ευκτ. βʹ και γʹ ενικ. αἰτιόῳο, -ῳτο, απαρ. αἰτιάασθαι· Επικ. βʹ και γ πληθ. παρατ. ᾐτιάασθε, -όωντο· μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ᾐτιᾱσάμην, Ιων. μτχ. αορ. αἰτιησάμενος· παρακ. ᾐτίᾱμαι (αἰτία), I. 1. μέμφομαι, κατηγορώ, επικρίνω, κατακρίνω, ψέγω, με αιτ. προσ.· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον ἀιτιόῳτο, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰτιάομαί τινά τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., αἰτιάομαί τινα ποιεῖν τι, κατηγορώ κάποιον ότι κάνει κάτι, στον ίδ.· μ' αυτή την έννοια, ορισμένοι χρόνοι χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμαι, όπως ο αόρ. αʹ ᾐτιάθην, σε Θουκ., Ξεν.· και ο παρακ. ᾐτίαμαι, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, προσάπτω σε κάποιον κάτι, καταλογίζω· τοῦτο αἰτιῶμαι, σε Ξεν.· ταῦτα, σε Δημ.· με διπλή αιτ., αἰτιῶμαί τι ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα; σε Αριστοφ. II. αποφαίνομαι ως προς την ενοχή ή την υπαιτιότητα κάποιου· αἰτιῶμαί τινα αἴτιον, σε Πλάτ.· φωνάς τε καὶ ἄλλα μυρία αἰτιῶμαι, στον ίδ.· τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι, διατεινόταν ότι ήταν μέρος της ιερής περιοχής ή χώρας, σε Δημ.
αἰτιᾱτέον, ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι, I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν. II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.