Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "*σοφος"

Βρέθηκαν 16 λήμματα [1 - 16]
ἀκρό-σοφος, -ον, ανώτερος σε σοφία, σε Πίνδ.
ἄσοφος, -ον, απερίσκεπτος, ηλίθιος, ανόητος, σε Θέογν.
ἀ-φῐλόσοφος, -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.
δοκησί-σοφος, -ον, αυτός που φαντάζεται ότι είναι σοφός, κατά φαντασίαν σοφός, σε Αριστοφ.
δοξο-μᾰταιό-σοφος, -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.
δοξό-σοφος, -ον, αυτός που στην αντίληψή του είναι σοφός, μωρόσοφος, σε Πλάτ.
ἔν-σοφος, -ον, σοφός σε κάτι, σε Ανθ.
ζωό-σοφος, -ον, αυτός που είναι σοφός γύρω από τη ζωή, πρακτικός φιλόσοφος, αυτός που διδάσκει για τον ανθρώπινο βίο, σε Ανθ.
θῡμό-σοφος, -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
μῑσό-σοφος, -ον, αυτός που μισεί τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.
μωρό-σοφος, ο ανοήτως σοφός, ο σοφός μέσα στην ανοησία του, σε Λουκ.
πάν-σοφος και πάσ-σοφος, -ον, πάρα πολύ σοφός, σε Ευρ., Πλάτ.
πάσ-σοφος, -ον, = πάν-σοφος.
σοφός, , -όν, I. 1. κανονικά, επιδέξιος ή πεπειραμένος σε οποιοδήποτε χειροτέχνημα ή πρακτική τέχνη, ικανός στο επάγγελμά του, σε Θέογν. κ.λπ.· λέγεται για αρματηλάτη, σε Πίνδ.· ομοίως για ποιητές και μουσικούς, στον ίδ.· επίσης για μάντη, σε Σοφ. κ.λπ. 2. ευφυής, ικανός σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, σώφρων, συνετός, επινοητικός, πανούργος· σοφοὶ ἄνδρες Θεσσαλοί, πανούργοι Θεσσαλοί! σε Ηρόδ.· πολλὰ σοφός, σε Αισχύλ.· μείζω, σοφίαν σοφός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τῶν σοφῶν κρείσσω, καλύτερα από όλα τα τεχνάσματα, σε Σοφ.· σοφόν(ἐστι), με απαρ., σε Ευρ. 3. αυτός που κατέχει τις επιστήμες, πολυμαθής, βαθύς γνώστης, πεφωτισμένος, πεπαιδευμένος, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, ακατάληπτος, συγκεχυμένος, ασαφής, σκοτεινός, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, συνετός, φρόνιμος, γνωστικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σοφώτερ' ἢκατ' ἄνδρα συμβαλεῖν, ζητήματα που είναι αρκετά πολύπλοκα για να τα αντιληφθεί άνθρωπος, σε Ευρ. III. επίρρ., σοφῶς, ευφυώς, έξυπνα, με γνώση, με σύνεση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερον, σε Ευρ.· υπερθ. -ώτατα, στον ίδ.
ὑπέρ-σοφος, -ον, υπερβολικά σοφός ή έξυπνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
φῐλό-σοφος, , I. 1. αυτός που αγαπά τη σοφία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρα, που αποκαλούσε τον εαυτό του φιλόσοφον, λάτρης της σοφίας· όχι σοφός, δηλ. μυαλωμένος, σοφός, σε Κικ.· έπειτα σε ευρεία έννοια χρησιμοποιήθηκε για τους επιστήμονες, οι σπουδασμένοι, οι εγγράμματοι, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. φιλόσοφος, δηλ. κάποιος που ερευνά τη φύση των πραγμάτων και την αλήθεια, σε Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκεται ως ὁ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμων, σε Πλάτ. II. ως επίθ., αυτός που αγαπά τη γνώση, φιλοσοφικός, στον ίδ.· τὸ φιλόσοφον, = φιλοσοφία, στον ίδ. III. επίρρ. φιλοσόφως διακεῖσθαι πρός τι, σε Ισοκρ.· φιλοσόφως ἔχειν, σε Πλάτ.