Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "*εἴδω"

Βρέθηκαν 26 λήμματα [1 - 20]
ἀείδω, Ιων. και ποιητ. ρήμα (πρβλ. ἀείρω), σε Αττ. ᾄδω· παρατ. ἤειδον, Επικ. ἄειδον, Αττ. ᾖδον· μέλ. ἀείσομαι, Αττ. ᾄσομαι· σπανίως σε Ενεργ. τύπο ἀείσω· ακόμη σπανιότερα απαντά ο τύπος ᾄσω· Δωρ. ᾀσεῦμαι, ᾀσῶ· αόρ. αʹ ἤεισα, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. ἄεισον, Αττ. ᾖσαΠαθ., Αττ. αόρ. αʹ ᾔσθην, παρακ. ᾖσμαι· I. άδω, παράγω οξύ ήχο, λέγεται για τη χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· σφυρίζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει κάπου, σε Θεόκρ. II. μτβ., 1. με αιτ. πράγμ., ψάλλω, διηγούμαι ψάλλοντας· μῆνιν, παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν ἀμφί τινος, ψάλλω προς έπαινο κάποιου, εξυμνώ, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, σε Ξεν. 2. με αιτ. προσ., ψάλλω, επαινώ, σε Αττ.
ἀντ-ερείδω, μέλ. -σω, I. στηρίζω ενάντια σε, τί τινι, σε Ευρ.· ἀντ. ξύλα (τῷ πύργῳ), χρειάζομαι ξύλινα υποστηρίγματα έναντι προς, σε Ξεν.· ἀντ. βάσιν, την τοποθετώ στέρεα, σε Σοφ. II. αμτβ., στέκομαι σταθερός, αντιστέκομαι, παρέχω αντίσταση, σε Ξεν.
ἀπ-ερείδω, μέλ. -σω· I. 1. στηρίζω, προσηλώνω, εγκαθιδρύω, τὴν ὄψιν πρός τι, σε Λουκ. 2. αμτβ. Παθ., στηρίζομαι σε, στον ίδ. II. κατά κανόνα ως Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ. αʹ, στηρίζω τον εαυτό μου σε, ακουμπώ, επαναπαύομαι σε κάτι, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.· εἴς τι, σε Πλάτ.
δείδω, ενεστ. μόνο στο πρώτο πρόσ., δέδοικα ή δέδια που χρησιμ. πάντοτε ως ενεστ. στην Αττ.· μέλ. δείσομαι, αόρ. αʹ ἔδεισα, Επικ. ἔδδεισα, παρακ. με ενεστ. σημασία δέδοικα, Επικ. δείδοικα· επίσης δέδια, Επικ. δείδια I, προστ. δέδῐθι, Επικ. δείδιθι, απαρ. δεδιέναι, Επικ. δειδίμεν (πρέπει να διαχωρίζεται από το αʹ πληθ. οριστ. δείδιμενμτχ. δεδιώς, Επικ. πληθ. δειδιότες· υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐδεδοίκειν, επίσης ἐδεδίειν, Επικ. πληθ. ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν, δείδισαν (για τη ρίζα, βλ. δίω), Φοβάμαι, απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. ακολουθ. από πρόθ., δ. περί τινι, είμαι αναστατωμένος, ανήσυχος για, σχετικά με..., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἀμφί τινι, περί τινος, ὑπέρ τινος, στους ίδ.· συνοδευόμενο από δευτερεύουσα πρόταση με το μή..., Λατ. vereor ne..., φοβάμαι μήπως..., ακολουθ. από υποτ.· σπανίως με οριστ., δείδω μὴ νημερτέα εἶπεν, σε Ομήρ. Οδ.· δ. μὴ οὐ..., Λατ. vereor ut..., φοβάμαι μήπως δεν..., ακολουθ. από υποτ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 3. με αιτ., φοβάμαι, τρέμω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. τὸ δεδιός, το αντικείμενο φόβου κάποιου, ο φόβος του, =δέος, σε Θουκ.
δια-είδω (δηλ. διαϜείδω), μέλ. -είσομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω· ἣν ἀρετήν διαείσεται, θα διακριθεί, θα δείξει την ανδρεία του, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
δι-αείδω, μέλ. -αείσομαι, Αττ. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι· διαγωνίζομαι στο τραγούδι, τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.
*εἴδω (√ϜΙΔ, Λατ. vid-eo), βλέπω· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., αλλά χρησιμ. το ὁράω στη θέση του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ εἶδον διατηρεί την κύρια σημασία του «βλέπω»· αντίθ. ο παρακ. οἶδα (έχω δει) σημαίνει «γνωρίζω» και χρησιμ. ως ενεστ.
Α.
αόρ. βʹ εἶδον, Επικ. χωρίς αύξ. ἴδον, Ιων. γʹ ενικ. ἴδεσκε· προστ. ἴδε (ως επίρρ. ἰδέ, ecce)· υποτ. ἴδω, Επικ. ἴδωμι· ευκτ. ἴδοιμι· απαρ. ἰδεῖν, Επικ. ἰδέειν, μτχ. ἰδών· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. ἰδησῶ· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την ίδια σημασία, εἰδόμην, Επικ. ἰδόμην· προστ. ἰδοῦ (ως επίρρ. ἰδού, ecce)· υποτ. ἴδωμαι, ευκτ. ἰδοίμην, απαρ. ἰδέσθαι, μτχ. ἰδόμενος· ὄψομαι, χρησιμ. ως μέλ., ἑόρᾱκα ή ἑώρᾰκα, ως παρακ.· I. 1. βλέπω, διακρίνω, αντικρύζω, παρατηρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά από ουσ., θαῦμα ἰδέσθαι, αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς ἰδεῖν, σε Αισχύλ. 2. κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω, εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτάζω στο πρόσωπο, κατά πρόσωπο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. κοιτάζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ἀχρεῖον ἰδών, δείχνω ανήμπορος, αμήχανος, αδέξιος, στο ίδ. 4. βλέπω πνευματικά, διανοητικά, ἰδέσθαι ἐν φρεσίν, «βλέπω στο μάτι του μυαλού του», σε Όμηρ. II. 1. Μέσ. ενεστ. εἴδομαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐείδεται, αόρ. αʹ εἰσάμην, Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. ἐείσαο, -ατο, Λατ. videro, είμαι ορατός, φαίνομαι, εἴδεται ἄστρα, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., φαίνομαι ή φαίνομαι ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται εἶναι, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον εἴσατο, στο ίδ.· ακόμη, εἴστα' ἴμεν, προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ. 3. με αυστηρά Μέση σημασία, με δοτ., ἐείσατο φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο πολίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης γίνομαι όμοιος (στη μορφή με κάποιον), στο ίδ. Β. παρακ. οἶδα, έχω δει, δηλ. γνωρίζω, ως ενεστ.· υπερσ. ᾔδειν, ᾔδεα, Αττ. ᾔδη, γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. οἶσθα, σπανίως, οἶδας· πληθ. ἴσμεν (Επικ. και Δωρ. ἴδμεν), ἴστε, ἴσασι, σπανίως οἴδαμεν, -ατε, -ᾶσι· προστ. ἴσθι, ἴστω (Βοιωτ. ἴττωυποτ. εἰδῶ, Επικ. ἰδέω, πληθ. εἴδομεν, Επικ. αντί εἰδῶμεν, εἴδετε αντί εἴδητε, ευκτ. εἰδείην, απαρ. εἰδέναι, Επικ. ἴδμεναι, ἴδμεν, μτχ. εἰδώς, εἰδυῖα, Επικ. ἰδυῖα, υπερσ. ᾔδη, ᾔδησθα (σπανίως ᾔδης), ᾔδη· Αττ. επίσης ᾔδειν, Ιων. ᾔδεα, ᾔδεε· Επικ. επίσης ἠείδης, ἠείδη, Αττ. αʹ πληθ. ᾔδειμεν, ᾔδεμεν, βʹ πληθ. ᾔδειτε, γʹ πληθ. ᾔδεσαν· επίσης, βραχύτεροι τύποι ᾖσμεν, ᾖστε, ᾖσαν, Επικ. γʹ πληθ. ἴσαν· μέλ. με την ίδια σημασία, εἴσομαι ή εἰδήσω, Επικ. απαρ. εἰδήσεμεν· 1. γνωρίζω, εὖ οἶδα, γνωρίζω καλά· εὖ ἴσθι, βεβαιώσου· συχνά με αιτ. πράγμ., νοήματα οἶδε, μήδεα οἶδε, είναι ἔμπειρος σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, πεπνυμένα, φίλα, ἀθεμίστια εἰδώς, στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ εἰδώς, επιδεξιότητα στη χρήση του τόξου· οἰωνῶν σάφα εἰδώς, σε Ομήρ. Οδ.· χάριν εἰδέναι τινί, αναγνωρίζω τη χάρη, το χρέος σε κάποιον, οφείλω κάτι σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, ἴστω Ζεὺς αὐτός, μάρτυς μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. ἴττω Ζεύς, ἴττω, σε Αριστοφ.· -εἰδώς απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰδυίῃσι πραπίδεσσι, με μορφωμένο μυαλό, στο ίδ. 2. με απαρ., γνωρίζω με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω κάτι, στο ίδ., σε Αττ. 3. με μτχ., γνωρίζω πώς έχει η κατάσταση, ἴσθι μοι δώσων, γνωρίζω ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐλθόντα, σε Θουκ. 4. οὐκ οἶδ' εἰ, δεν γνωρίζω αν..., δηλώνει δυσπιστία, ως το Λατ. nescio an non, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι, σε Ευρ. 5. οἶδα ή ἴσθι συχνά παρενθετικά, οἶδ' ἐγώ, στον ίδ.· οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι, ἴσθ' ὅτι, πάρειμι, σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' ὅτι, σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, οἶσθ' n δρᾶσον· ισοδύν. του δρᾶσον - οἶσθ' ὅ, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· οἶσθ' ὡς ποίησον κ.λπ.
ἐν-ερείδω, μέλ. -σω, ωθώ, σπρώχνω μέσα, μπήγω, καρφώνω μέσα, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ, έχοντας τοποθετήσει γερά το γόνατό του πάνω στο βράχο, σε Θεόκρ.
ἐπ-αείδω, Αττ. συνηρ. -ᾴδω, μέλ. -άσομαι, 1. τραγουδώ μόνος μου ή με άλλους, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. τραγουδώ μαγικά ξόρκια, συνοδεύω με ωδή, σε Ξεν., Πλάτ.· απόλ., ἐπαείδων, γητεύω με το τραγούδι, μαγεύω, σε Αισχύλ.
ἐπ-ερείδω, μέλ. -ερείσω, οδηγώ, ωθώ εναντίον, ἔγχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον, έβαλε μεγάλη δύναμη σε αυτό, σε Όμηρ.· ἐπ. τὴν φάλαγγά τινι, φέρνω ολόκληρη τη δύναμη της φάλαγγας εναντίον, σε Πλούτ.Μέσ., λαίφη προτόνοις ἐπερειδόμεναι, υποστηρίζοντας, ενισχύοντας τα ιστία, τα πανιά τους στα σκοινιά, σε Ευρ.Παθ., στηρίζομαι ή ακουμπώ πάνω σε κάτι, τινι, σε Αριστοφ.· απόλ., αντιστέκομαι με όλη μου τη δύναμη, στον ίδ.
ἐρείδω, Επικ. παρατ. ἔρειδον· μέλ. ἐρείσω, αόρ. αʹ ἤρεισα, Επικ. ἔρεισαΠαθ., Επικ. αόρ. αʹ ἐρείσθην· παρακ. ἐρήρεισμαι, Επικ. γʹ πληθ. ἐρηρέδαται· γʹ ενικ. υπερσ. ἠρήρειστο, Επικ. γʹ πληθ. ἐρηρέδατο· I. 1. κάνω κάτι να ακουμπήσει πάνω σε κάτι άλλο, στηρίζω, τι πρός τι ή τι ἐπί τινι, σε Όμηρ.· λέγεται για τον Άτλαντα που στηρίζει τον θόλο του Ουρανού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, προσηλώνω, ἐρ. ὄμμα, Λατ. figere oculos, εἴς τι, στον ίδ. 2. υποστηρίζω, αντέχω, ἀσπὶς ἄρ' ἀσπιδ' ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ' ἀνήρ, λέγεται για πολύ πυκνά παρατεταγμένη τάξη οπλιτών, σε Ομήρ. Ιλ. 3. πιέζω ισχυρώς, επιτίθεμαι, σε Αριστοφ.· και στη Μέσ., στον ίδ. 4. εμφυτεύω, μπήγω, τί τινι, σε Σοφ.· ἐρ. πληγήν, επιφέρω χτύπημα, σε Ευρ. 5. λέγεται για στοιχήματα, ενεχυριάζω κάτι έναντι κάποιου άλλου, σε Θεόκρ. II. 1. αμτβ., ακουμπώ, στηρίζομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. 2. βάζω πάνω, πιέζω με δύναμη, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· εἴςτινα, σε Αριστοφ.· απόλ., καταλαμβάνω, λέγεται για αρρώστια, σε Αισχύλ. 3. γενικά, επιδίδομαι με ζήλο, «πέφτω με τα μούτρα», λέγεται για το φαγητό, σε Αριστοφ. III. Μέσ. και Παθ., στηρίζομαι πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινος και τινός, στο ίδ.· απόλ., στερεώνομαι γερά, στέκομαι σταθερά, στο ίδ.· αὔδεϊ χαῖται ἐρηρέδαται, τα μαλλιά τους στηρίζονταν στο έδαφος, στο ίδ. 2. είμαι μπηγμένος, χωμένος βαθιά, ἔγχοςδιὰ θώρηκος ἠρήρειστο, στηρίχθηκε, στο ίδ. κ.λπ.· λᾶε ἐρηρέδαται, στέκονταν τοποθετημένες σταθερά, στο ίδ. IV.Μέσ., 1. με τη σημασία της αμοιβαιότητας, μάχομαι, αγωνίζομαι, στο ίδ. 2. με αιτ., στηρίζω τον εαυτό μου, βάκτρῳ ἐρείδου στίβον· ἐρ. ἐπὶ τοίχῳ λίθον, σε Θεόκρ.
κατα-δείδω, μέλ. -δείσω, απαρ. αορ. αʹ -δεῖσαι· φοβάμαι πολύ, τι, σε Αριστοφ., Θουκ.
κατ-αείδω, Ιων. αντί κατᾴδω.
παρ-αείδω, τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
περι-δείδω, μέλ. -δείσομαι, αόρ. αʹ περιέδεισα, Επικ. γʹ πληθ. περίδδεισαν, μτχ. περιδδείσας, παρακ. περιδέδοικα, Επικ. περιδείδια· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν περιδείδια, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, Αἴαντι περιδδείσαντες, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, στο ίδ.
ποτ-αείδω, Δωρ. αντί προσ-αείδω.
προδείδω, μέλ. -σω, φοβάμαι εκ των προτέρων, σε Σοφ.
προσ-ερείδω, μέλ. -σω, I. ωθώ εναντίον, σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ., πιέζω εναντίον, σε Πολύβ.
συν-αείδω, ποιητ. αντί συνᾴδω, σε Θεόκρ.
συν-επερείδω, μέλ. -σω, I. επιφέρω από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· πληγήν, σε Πλούτ.· συνεπερείδω ὑπόνοιάν τινι, συμβάλλω στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του, στον ίδ. II. με αιτ. προσ., διατρυπώ, διαπερνώ· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, επιπίπτοντας εναντίον του με όλη τη δύναμη του αλόγου του, στον ίδ.