Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐργάζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐργάζομαι, μέλ. -άσομαι, Δωρ. ἐργαξοῦμαι, αόρ. αʹ εἰργασάμην, παρακ. εἴργασμαι, Ιων. ἔργ-· όλοι αυτοί οι χρόνοι αποθ.· αλλά, κάποιοι από αυτούς λαμβάνουν Παθ. σημασία, βλ. κατωτ. III. (ἔργονI. εργάζομαι, μοχθώ, κοπιάζω, κυρίως λέγεται για τη γεωργία, σε Ησίοδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες των δούλων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, όπως για τα φυσερά του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ. II. μτβ., δουλεύω σε, φτιάχνω, οικοδομώ, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. πραγματοποιώ, εκτελώ, αποπερατώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σε Όμηρ., Αττ.· με διπλή αιτ., κάνω κάτι σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κακὰ ἐργάζεσθαί τινα, σε Σοφ., Θουκ. 3. κατεργάζομαι, χρυσὸν εἰργάζετο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐργ. γῆν, δουλεύω τη γη, σε Ηρόδ. 4. αποκομίζω κέρδη μέσω εργασίας, χρήματα, στον ίδ., Αττ. 5. εξασκώ, ασχολούμαι, Λατ. exercere, τέχνην, σε Πλάτ. 6. απόλ., εργάζομαι, εξασκώ επάγγελμα ή λειτουργώ επιχείρηση, εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, σε Δημ. III. Παθ. παρακ. εἴργασμαι, χρησιμ. με Ενεργ. σημασία, όπως στον Ηρόδ., Σοφ.· αλλά, επίσης, με Παθ. σημασία: 1. φτιάχνομαι ή οικοδομούμαι, ἔργαστο τὸ τεῖχος, σε Ηρόδ.· ἐκ πέτρας εἰργασμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. γίνομαι, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, αποπερατώνομαι, στον ίδ.· μέλ. ἐργασθήσομαι, πάντοτε με Παθ. σημασία, σε Σοφ. κ.λπ.