Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέλω,
Α.
αμτβ., είμαι αντικείμενο φροντίδας, Β. μτβ. με γεν., φροντίζω κάποιον, κάτι.
Α.
αμτβ., I. με παρακ. μέμηλα, είμαι αντικείμενο φροντίδας ή έγνοιας κάποιου, με δοτ. προσ., ἀνθρώποισι μέλω, είμαι πηγή φροντίδας, λέγεται για ανθρώπους, δηλ. είμαι πολύ γνώριμος σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, στο ίδ.· νερτέροισι μέλω, σε Ευρ. κ.λπ. II. 1. συνήθως σε γʹ ενικ. και πληθ. Ενεργ. ενεστ. μέλει, μέλουσι· παρατ. ἔμελε, Επικ. μέλε, μέλ. μελήσει, απαρ. ενεστ. και μέλ. μέλειν και μελήσειν· αόρ. ἐμέλησε, παρακ. μεμέληκε, υπερσ. ἐμεμελήκει, Επικ. παρακ. μέμηλε, υπερσ. μεμήλει· μή τοι ταῦτα μελόντων, μην αφήνεις αυτά τα πράγματα να σε απασχολούν, σε Όμηρ.· πόλεμος ἄνδρεσσι μελήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· ᾧ τόσσα μέμηλε, σ' αυτόν που φροντίζει για τόσο σπουδαία πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. συχνά επέχει χαρακτήρα ουσ., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι, στο ίδ. 2. στην Αττ., το γʹ ενικ. κοινώς χρησιμ. ως απρόσ. με αντικ. σε γεν., και δοτ. προσ., ᾧ μέλει μάχας, σ' αυτόν που έχει τη φροντίδα για τη μάχη, αυτός που φροντίζει γι' αυτή, σε Αισχύλ.· Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων, σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης, μέλει μοι περί τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· ὑπέρ τινος, σε Δημ. 3. αμτβ., με αρνητική λέξη, οὐδέν μοι μέλει, δεν με απασχολεί, σε Αριστοφ. 4. μέλον ἔστι, περίφραση αντί μέλει, όπως, ἐστί τι μέλον τινί, σε Σοφ.· τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός, σε Ξεν.· επίσης αμτβ., μέλον γέ σοι, αφ' ότου έχεις νοιαστεί γι' αυτό, σε Πλάτ. III. 1. το Μέσ. χρησιμ. από τους ποιητές ως Ενεργ., είμαι αντικείμενο φροντίδας, ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, σε Ομήρ. Ιλ.· τἀνθάδ' ἂν μέλοιτό μοι, ό,τι απομένει θα έπρεπε να αποτελεί φροντίδα για σένα, σε Σοφ. κ.λπ.· σπανίως απρόσ., μέλεταί μοί τινος, σε Θεόκρ. 2. στους Επικ. ποιητ. απαντά Παθ. παρακ. και υπερσ. μέμβλεται, μέμβλετο, συντετμ. αντί μεμέληται, μεμέλητο, με σημασία ενεστ. και παρατ., οὐκέτι μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (αντί μέλει), ο Αχιλλέας δεν ενδιαφέρεται πλέον γι' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (αντί ἔμελε), το τείχος ήταν η μέριμνά του, στο ίδ.· ο κανονικός παρακ. απαντά στους μεταγεν. ποιητ., Φοίβῳ μεμελήμεθα, σε Ανθ.· τα βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. μεμέλησο, -ητο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. Β. μτβ., I. με γεν. προσ., φροντίζω, αναλαμβάνω τη φροντίδα, έχω ειδικό ενδιαφέρον για κάποιο πράγμα, πλούτοιο μεμηλώς, είμαι απασχολημένος με τα πλούτη, σε Ομήρ. Ιλ.· πολέμοιο μεμηλώς, στο ίδ.· θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσιν, σε Ευρ.· απόλ., είμαι ανήσυχος, μέλει κέαρ, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. Μέσ. μέλομαι, φροντίζω, αναλαμβάνω τη φροντίδα, με γεν., στους Τραγ.· ομοίως σε Παθ. αόρ. αʹ τάφου μεληθείς, αυτός που έχουν προνοήσει για την ταφή του, σε Σοφ.· επίσης, το μεληθέν, ως Παθ., αυτός που είναι αντικείμενο φροντίδας, σε Ανθ.· και μτχ. παρακ. μεμελημένος, στο ίδ.