Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατα-λείπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-λείπω, Επικ. επίσης καλλείπω, μέλ. καλλείψω, αόρ. βʹ κάλλῐπον· Ιων. παρατ. καταλείπεσκονΜέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία), επίσης μέλ. καταλειφθήσομαι· I. 1. αφήνω πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό μέρος, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τινὰ μόνον, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., καταλείπεσθαι παῖδας, αφήνω πίσω μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, είμαι μέρος του στρατεύματος που έχει μείνει πίσω, που υπολείπεται, στον ίδ. 2. καταλείπω ως κληρονομιά, κληροδοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ. 3. στη Μέσ. απλώς, αφήνω κάτι σε κάποια κατάσταση, σε Ηρόδ. II. εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω, απαρνιέμαι, παραχωρώ, αφήνω στην τύχη, σε Όμηρ., Αττ. III. 1. αφήνω υπόλοιπο, ὀκτὼ μόνον, σε Ξεν.Μέσ., κρατώ για τον εαυτό μου, στον ίδ.Παθ., καταλείπεται μάχη, υπολείπεται κι άλλη μάχη, υπάρχει κι άλλη μάχη να δοθεί, στον ίδ. 2. αφήνω κατά μέρος, στον ίδ.