Η Ανδρομάχη μιλά για το πατρικό της σπίτι

 

[…] έχασα πατέρα και μητέρα·

τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος

Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,

την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη

νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ΄ όλην την λαμπρήν του

αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,

κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες

Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·

ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,

κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·

όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας

των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.

Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,

δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του.

Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,

την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.

(Ιλ., Ζ 413-428, μετ. Ι. Πολυλάς)