Ο Πάρης οπλισμένος και όμορφος

 

Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις·

εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του,

την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης·

και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος,

βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,

να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος·

την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει,

και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν

στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,

ομοίως απ' την Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις

περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα

και στ' άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος.

 

Κι έβαλε την υπέρλαμπρην αρματωσιά του ο θείος

Αλέξανδρος, ο σύγκλινος της όμορφης Ελένης.

Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες περιζώνει,

με τες περόνες αργυρές καλά θηλυκωμένες,

με θώρακα του αδελφού Λυκάονος ωραίον,

που στο κορμί του εταίριαζε, το στήθος περικλείει-

ξίφος ασημοκόμπωτον εκρέμασε απ΄ τους ώμους

χάλκινον, κι έπειτα τρανήν βαρύτατην ασπίδα.

Εις την ανδρείαν κεφαλήν καλόν έβαλε κράνος

και με την χαίτην σείονταν φρικτός. επάν' ο λόφος

και αρμόδιο στην παλάμην του δεινό κοντάρι επήρε.

(Ιλ. Ζ 501-514, Γ 328-338, μετ. Ι. Πολυλάς)