Αστυάνακτας - Έκτορας - Ανδρομάχη

 

[…] βαστούσε [η Ανδρομάχη] το μικρό μονάκριβο παιδί της,

τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·

Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη

τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.

Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του

ήσυχα·[…]

[ …]

Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·

Έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·

φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν

τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας

την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·

εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·

και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία

και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.

Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του

κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,

κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου

τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,

στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,

και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα

εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη

και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».

Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας

το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος

το πήρε γελοκλαίοντας· […]

(Όμ. Ιλ., Ζ 400-405, 466-484, μετ. Ι. Πολυλάς)