Ο θρήνος της Ανδρομάχης

 

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει

οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ΄ η πόλις

τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,

που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,

που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες

και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις

με κόπον σ΄ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος

κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει

από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις

κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,

τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι

εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.

Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·

για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,

και λύπη θα ΄σαι αμίλητη, ω Έκτωρ, στους γονείς σου,

μόν΄ άλλος είναι ο πόνος μου˙ στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,

δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν΄ απλώσεις,

και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου

ημέρα νύκτα μες στον νου να το ΄χω και να κλαίω».

(Όμ. Ιλ., Ω 726-746, μετ. Ι. Πολυλάς)