Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΦΥΛΛΙΣ

    (δέντρο, αμυγδαλιά)

     

    Στην ιστορία στην οποία εμπλέκεται η Φυλλίς ή Φυλληίς ή Κίασα πατέρας της είναι βασιλιάς των Βισαλτών της Θράκης, που ονομαζόταν Κίασος ή Λυκούργος, ο γιος του Δρύαντα, Φίλανδρος ή Φυλέας, Θήλος ή Τήλος. Ερωτικός της σύντροφος ήταν ο Δημοφώντας, ή ο Ακάμαντας, γιοι του Θησέα και οι δυο. Αυτόν τον γιο του Θησέα (είτε τον ένα είτε τον άλλον), στην επιστροφή του από την Τροία, τον έριξαν τα κύματα στις εκβολές του Στρυμόνα, στη Θράκη. Εκεί συναντήθηκαν οι δύο νέοι, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον και ο πατέρας της τους πάντρεψε δίνοντας ως προίκα το βασίλειό του. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπήρξε από την πλευρά του νέου υπόσχεση γάμου που θα τελούνταν, αφού πρώτα τακτοποιούσε κάποιες υποθέσεις στην πατρίδα του· μόνο τότε θα μπορούσαν να μείνουν μαζί.

    Στην πρώτη εκδοχή του γάμου, το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Ακάμαντα και την Αμφίπολη. Όμως ο σύζυγος με το διπλό όνομα νοσταλγούσε την πατρίδα του και, παρά τις παρακλήσεις της Φυλλίδος, έφυγε με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε. Εκείνη τον προέπεμψε και του έδωσε ένα κιβώτιο [=κίστις], λέγοντάς του ότι περιείχε ιερά αντικείμενα της λατρείας της Ρέας και να μην το ανοίξει παρά μόνο όταν θα ήταν βέβαιος πως δεν θα γυρνούσε να την ξαναβρεί. Ο Δημοφώντας/Ακάμαντας κατέληξε στην Κύπρο ή την Κρήτη, παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Την ορισμένη μέρα της επιστροφής η Φυλλίδα εννέα φορές κατέβηκε στο λιμάνι -εξού και η ονομασία της περιοχής Εννέα οδοί. Αλλά καθώς εκείνος δεν επέστρεφε, η Φυλλίδα, απελπισμένη, τον καταράστηκε και αυτοκτόνησε.

    Όταν ο σύζυγος άνοιξε κάποια στιγμή το κιβώτιο, τόσο φοβήθηκε απ' ό,τι είδε -λεγόταν ότι ξεπρόβαλλε ένα φάντασμα-, που ανέβηκε στο άλογό του για να φύγει. Όμως καθώς κάλπαζε, το άλογο, τρομαγμένο και αυτό, τον έριξε κάτω και σκοτώθηκε πέφτοντας πάνω στη λόγχη του.

    Ο Σέρβιος (4ος αι. μ.Χ.) παραλλάσσει με προσθήκες τον μύθο λέγοντας ότι η Φυλλίδα, μόλις αυτοκτόνησε, μεταμορφώθηκε σε άφυλλη αμυγδαλιά. Όταν κάποτε γύρισε ο Δημοφώντας και έμαθε για τη μεταμόρφωση, αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου· εκείνο αντέδρασε στην αγάπη του πετώντας ξαφνικά φύλλα. Από τότε ονόμασαν οι Έλληνες φύλλα αυτά που ως τότε αποκαλούσαν πέταλα. Άλλη παραλλαγή θέλει τα φύλλα που οι ντόπιοι φύτεψαν στον τάφο της Φυλλίδας να πέφτουν την εποχή του θανάτου της. (Εικ. 1952, 1953, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959, 1960)