Η Δήμητρα ως Νικίππη κρατάει παπαρούνες

 

Μα όταν η ευπρέπεια χάθηκεν από τους Τριοπίδες,

τότες ο Ερυσίχθονας βουλήθη τα χειρότερα.

Είκοσι παίρνοντας βοηθούς και όλους στην ακμή τους,

όλους τους γιγαντόκορμους, να ξεπατώσουν αρκετούς ακέρια πόλη,

μ' αυτά τα δυο τούς όπλισε: πελέκια και αξίνες,

και δράμανε μ' αναίδεια στης Δήμητρας το άλσος.

Ήταν εκεί και κάποια λεύκα δέντρο μέγα που άγγιζε τα αιθέρια

όπου και τέρπονταν τα μεσημέρια οι νύμφες.

Κι όπως πρωτοπληγώθηκεν αυτή, πόνου κραυγήν αφήνει και στις άλλες.

Η Δήμητρα αιστάνθηκε ότι πονάει το ιερό το δέντρο

κι είπε οργισμένη: «Ποιός μου κόβει τα καλά δέντρα;»

Έλαβε αμέσως της Νικίππης τη μορφή, που ιέρεια οι πολίτες

δημόσια την ορίσανε, κι αφού πήρε στα χέρια

στεφάνια, παπαρούνες και στον ώμο κρέμασε κλειδί,

είπε, να μαλακώσει τον κακό κι αναίσχυντο άντρα:

«Παιδί μου, που τα δέντρα κόβεις τ' αφιερωμένα στους θεούς,

παιδί μου ησύχασε, αγαπημένο τέκνο στους γονείς σου,

πάψε, και τους βοηθούς σου απότρεψε μην κι οργιστεί

η Δήμητρα η Σεβάσμια, τον ιερό της τόπο που ξεκάνεις».

(Καλλίμ., Ύμν. Στη Δήμητρα 6.31-49, Μετ. Θ. Παπαθανασόπουλος)