Πενθέας εναντίον Τειρεσία, Τειρεσίας εναντίον Πενθέα

 

ΠΕΝΘΕΑΣ

Άλλο πάλι τούτο!

Ο μάντης Τειρεσίας, που εξηγεί τα παράδοξα,

να φορά παρδαλό δέρμα ελαφιού!

Και ο πατέρας της μητρός μου

-να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια-

να βακχεύει θυρσοφόρος!

Δεν υποφέρεται, γέροντά μου,

να σας βλέπω να ανοηταίνετε στα γεράματά σας.

Δεν θα πετάξεις από πάνω σου τον κισσό;

Δεν θα ελευθερώσεις το χέρι σου από τον θύρσο,

πατέρα της μητρός μου;

Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.

Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,

για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.

Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,

θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,

γι' αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.

Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,

τότε -άκουσέ με- καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.

[…]

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αν ένας άνδρα που κατέχει

κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,

δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.

Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,

όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.

Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος

και ξέρει να μιλά,

γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.

[…]

Άκουσέ με , Πενθέα.

Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει τους ανθρώπους.

Και αν έχεις κάποια γνώμη

και η γνώμη σου νοσεί,

μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.

Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,

βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.

Τη σωφροσύνη στον έρωτα

δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.

Έχει να κάνει με τη φύση τους.

Σκέψου!

Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν διαφθείρεται.

Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου

και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.

Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμουν.

Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδωρείς,

και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,

ζευγάρι με άσπρα μαλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.

Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.

Πάσχεις από την πιο επώδυνη τρέλα.

Και δεν γιατρεύεσαι, είτε πάρεις φάρμακα είτε όχι.

 

ΠΕΝΘΕΑΣ (απευθύνεται στον Κάδμο)

Μη!

Μη μ' αγγίζεις.

Πήγαινε να βακχέψεις.

Δεν θα μου μεταδώσεις τη μωρία σου.

Όμως αυτόν εδώ, τον δάσκαλό σου στις ανοησίες,

θα τον τιμωρήσω.

Ας τρέξει κάποιος όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Και όταν φθάσεις στους θρόνους,

όπου κάθεται και οιωνοσκοπεί,

ξεθεμελίωσέ τους με λοστούς,

φέρε τα πάνω κάτω,

ισοπέδωσε τα πάντα,

σκόρπισε στους ανέμους και στις θύελλες τις ιερές ταινίες.

Πιο πολύ απ' όλα θα τον πονέσει αυτό.

[…]

 

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Άθλιε! Πόσο λίγο καταλαβαίνεις τι έφτασες να λες!

Ήταν και πριν ο νους σου ταραγμένος,

τώρα όμως έχεις τρελαθεί πια.

Εμείς, Κάδμε, ας πάμε να δεηθούμε

και γι' αυτόν, ας είναι ανήμερος, και για την πόλη·

ας παρακαλέσουμε τον θεό να μην κάμει τίποτε αναπάντεχο.

Έλα μαζί μου με το κισσοστόλιστο ραβδί σου.

Προσπάθησε να στηρίζεις το κορμί μου, κι εγώ το δικό σου.

Είναι θλιβερό να πέφτουν δυο γέροντες. Όμως, ας πάει.

Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον Βάκχιο, τον υιό του Διός.

Φοβούμαι, Κάδμε, μήπως ο Πενθέας

φέρει στο σπίτι σου το πένθος.

Δεν σου μιλά η μαντική, μιλούν τα γεγονότα.

Μωρός ο λόγος του, μωρός και ο ίδιος.

 

(Ευρ., Βάκχ. 248-262, 266-272, 309-327, 343-379, μετ. Θ. Στεφανόπουλος)