Σύριγγα και Πάνας

 

Ιδού τι αποκρίθηκε ο Ερμής: «Κάποτε στα βουνά της Αρκαδίας,

στη Νώνακρη με τα πολλά νερά, μια ναϊάδα ζούσε, απ' τις νύμφες

των ρουμανιών η πλέον ζηλευτή. Σύριγγα τη φωνάζανε οι άλλες.

Που λες, λοιπόν, η Σύριγγα αυτή ξεγλίστραγε απ' όλους τους μνηστήρες -

γιατί τη λαχταρήσανε πολλοί, σάτυροι που την παίρναν στο κατόπι

κι άλλα δαιμονικά που σεργιανάν στων ρουμανιών τα σκιερά λημέρια

και μέσα στους πολύκαρπους αγρούς. Αυτή την Άρτεμη είχε μονάχη έγνοια,

κόρη παρθένα, και στη φορεσιά την πέρναγες για της Λητώς την κόρη.

κι αν ήτανε κεράτινο αυτηνής, ολόχρυσο της Άρτεμης το τόξο,

λάθευες τη θνητή για τη θεά. Μια μέρα που γυρνούσε απ' του Λυκαίου

το διάσελο, ο Πάνας τη θωρεί, στεφανωμένος με πευκοβελόνες,

και τέτοιο λόγο λέει της κοπελιάς…» - του Πάνα θα του έλεγε τα λόγια,

το πώς αψήφησε η νύφη το θεό και τρέχοντας στ' απόμερα του δάσους

φτάνει σε ποταμιά αμμουδερή, στου Λάδωνα το κρουσταλλένιο ρέμα.

πώς τότε η βαθιά νεροσυρμή εμπόδιζε το δρόμο της, κι εκείνη

τις αδελφές της, νύμφες του νερού, ικέτεψε ν' αλλάξουν τη μορφή της.

πώς την επήρε ο Πάνας αγκαλιά κι ενώ θαρρούσε πως κρατεί την κόρη

αντίς για κείνη βρέθηκε ο θεός με καλαμιά του βάλτου αγκαλιασμένος,

κι όταν βαθύς του βγήκε στεναγμός κινήθηκε ο αέρας στο καλάμι

κι έβγαλε εκείνο ήχο λιγυρό, ήχο λεπτό και παραπονεμένο.

πώς, τέλος, ο θεός με τη γλυκιά πρωτάκουστη φωνή συγκινημένος

«αλλιώς σε θέλησα», είπε, «δε βολεί· μα έστω κι έτσι θα 'μαστε αντάμα».

Κι απ' τον καιρό εκείνο στη σειρά καλάμια άνισα και με κερί δεμένα

φκιάσανε τ' όργανο που σύριγγα το λεν και κράτησαν το όνομα της νύμφης.

(Οβ., Μετ. 1. 689-712, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)