Πύραμος και Θίσβη

 

[Ο Πύραμος] Το γέμισε [το σάλι] με δάκρυ και φιλί - «αλίμονο, πόσο καλά σε ξέρω!

Ώρα κι από τις φλέβες μου να πιεις το αίμα αυτό που τώρα σου προσφέρω».

Είχε ζωσμένο πάνω του σπαθί. το έμπηξε βαθιά στα σωθικά του,

κι όπως ακόμα έκαιγε η πληγή το τράβηξε την ώρα του θανάτου.

Σωριάστηκε ανάσκελα στη γη, το αίμα του τινάχτηκε ως απάνω,

σαν το νερό που βρίσκει τη ρωγμή καθώς κυλάει σε λούκι μολυβένιο

και στενεμένο μες στην περασιά συρίζοντας απάνω στη σχισμάδα

σαν πίδακας τινάζεται ψηλά - όμοια το αίμα που έτρεχε

στις φλέβες σκορπίζονταν ολόγυρα με ορμή και σιντριβάνι ράντιζε το

δέντρο

κάνοντας τη χροιά του πορφυρή. και ποτισμένη η ρίζα του κι εκείνη

ανέβασε πορφύρα στους καρπούς και πέρασε στα μούρα τη βαφή της.

 

Η Θίσβη, όταν βρήκε το σώμα του αγαπημένου της είπε ανάμεσα στα άλλα και τούτα:

 

Κι αν ήταν μοναχά να μας χωρίσει

ο θάνατος, τώρα μήτε κι αυτός μπορεί να σε κρατήσει μακριά μου.

Και άλλο τίποτε δε θέλω, μόνο αυτό, χάρη που σας ζητώ και για τους δυο

μας:

στο πένθος και τη μαύρη συφορά, γονιοί μου και γονιοί του, μη σκεφτείτε

να μας στερήσετε ταφή. αντάμα ας σκεπάσει η γη εκείνους

που ζώντας αγαπήθηκαν πολύ και στη στερνή τους ώρα δε χωρίσαν.

Κι εσύ της πίκρας και του θανάτου μουριά, με τα κλωνιά που σκέπουν τώρα

έναν,

δέντρο, σκεπή σε λίγο και για τα δυο κορμιά που θα πλαγιάζουν από κάτω,

κράτα σημάδια από το φονικό: πένθιμο κάρπιζε και μαυροφορεμένο,

θύμιζε με το χρώμα του καρπού αίμα διπλό και αδικοχυμένο».

Αυτά τα λόγια που είπε. χαμηλά το ξίφος του στο στήθος της γυρνώντας

στην κοφτερή του έπεσε αιχμή που άχνιζε από το άλλο αίμα.

Άγγιξε η δέησή της τους θεούς, άγγιξε και τους άμοιρους γονιούς τους:

ολόμαυρος του δέντρου ο καρπός σαν έρθει ο καιρός του κι ωριμάζει,

κοινή υδρία τώρα και των δυο τη μαζωμένη τέφρα αγκαλιάζει.

(Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)