Νάρκισσος και Νάρκισσος: η οπτική ψευδαίσθηση

 

Δίψασε, κι όπως έσκυψε να πιει, εντός του δίψα αλλιώτικη θεριεύει:

μες στο νερό που πίνει μια μορφή, μορφή που μονομιάς τον συνεπαίρνει.

Θωρεί εικόνα και θαρρεί κορμί - ασώματο, που ωστόσο δίνει ελπίδα.

Σαστίζει με τον «άλλον» που είναι αυτός - ακίνητος εκεί, μαρμαρωμένος,

άγαλμα από πέτρα παριανή, κι η όψη του στραμμένη στην εικόνα.

Βλέπει γερμένος πάνω στο νερό τα μάτια του, τα δίδυμα αστέρια,

την κόμη που μπορεί να παραβγεί αντάξια με Απόλλωνα και Βάκχο,

άνηβα μάγουλα και φίλντισι λαιμό, την όψη του την κοντυλογραμμένη,

την πάλλευκη, σαν χιόνι καθαρό βαμμένο με του ρόδου τις εξάψεις.

Του εαυτού του τώρα θαυμαστής, παθαίνεται γι' αυτά που τον θαυμάζουν,

τον εαυτό του ανήξερος ποθεί, παινεύει και παινεύεται συνάμα,

μνηστήρας και λαχτάρα του μαζί, καίγεται μες στις φλόγες που ανάβει.

Πόσες φορές το απατηλό νερό δε φίλησε! Τόσα φιλιά χαμένα:

Πόσες φορές στο γάργαρο νερό δε βύθισε τα χέρια ν' αγκαλιάσει

ό,τι θωρούσε, σώμα και λαιμό - πόσες φορές… κι «αυτός» δεν ήταν μέσα!

Αυτό που βλέπει δεν το εννοεί. Αδιάφορο! Τον καίει αυτό που βλέπει.

η πλάνη μες στα μάτια του βαθιά - τον ξεγελάει μαζί και τον ξανάβει.

(Οβ., Μετ. 3. 351-355, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελή)