Όνειρα και πάθη

 

Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη

ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλάνευαν

με λόγια δολερά: «Ω τρισευτυχισμένη,

πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη,

ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη;

γιατ' έχει ο Δίας φλογιστεί απ' του έρωτά σου

τα βέλη, και να μοιραστεί ποθεί μαζί σου

τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψεις

του Δία τους γάμους κ' έβγα, κόρη, στα λιβάδια

της Λέρνας, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια,

για να χορτάσει ο πόθος σου του Δία το μάτι."

Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τις νύχτες

την άμοιρη, ως που τόλμησα να κάμω λόγο

στον πατέρα γι' αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα.

Και κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη

συχνούς θεοπρόπους, για να μάθει, τι αν θα κάμει

ή τι αν θα πει, τους θεούς θέλει ευχαριστήσει.

Μα δυσαπείκαστους χρησμούς γυρνώντας φέρνουν,

σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια.

ως που μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος

στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντάς του

έξω απ' τα σπίτια κι απ' τη χώρα να με διώξει

για να πλανιέμαι απόλυτη στης γης τις άκρες.

κι αν δε θελήσει, κεραυνός φωτιά απ' το Δία

θα 'ρθει π' όλο το γένος του θα ξολοθρέψει.

Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος

μ' έβγαλε και μ' απόδιωξε μέσ' απ' το σπίτι

άθελ' αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξει

με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι.

Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου.

κ' έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις,

μ' οξύ κεντρί βοϊδόμυιγας φαρμακεμένη

με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμα

της Κέρχνης χύμηξα και τις πηγές της Λέρνας.

και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφυος, ο Άργος,

ξακλούθα με είχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια

πίσω απ' τα χνάρια μου· ως που απάντεχος ο χάρος

τον πήρε ξάφνου, μα με θεϊκιά βουκέντρα

μυγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι.

(Αισχ., Προμ. 645-682, μετ. Ι. Γρυπάρης)