Εκάβη

 

Η μαύρη κι άραχλη, να σύρω μεγάλη φωνή;

να σύρω μοιρολόι κι οδυρμό;

σκοτεινά γηρατειά, θεοσκότεινα,

σκλαβιά μου αφόρητη,

ασήκωτη σκλαβιά μου,

πού να ζητήσω καταφύγιο, σε ποιο παιδί μου;

σε ποια χώρα; ο γέροντάς μου χάθηκε

και τα παιδιά μου χάθηκαν·

ποιο μονοπάτι να πάρω,

αυτό ή εκείνο;

ποιος δαίμονας και ποιος θεός θα τρέξει να με σώσει; […]

Δύσκολο πόδι μου πάγαινε,

πάγαινε τη γριά σε κείνο το πλατύσκαλο.

[…]

Είμαι γερόντισσα,

ένας κηφήνας,

αξιοθρήνητη,

σκιάς είδωλο,

προσωπείο θανάτου.

[…]

Γέρνω στη γη το κορμί μου,

γονατίζω τα γηρατειά μου

και με τα δυο μου χέρια

χτυπάω το χώμα.

(Ευρ., Εκ. 155-164· Τρωάδες, 190-193, 1305-1306, μετ. Κ.Χ. Μύρης)