Οι θνητοί Διόσκουροι

 

Η Ελένη, περπατώντας στα τείχη της Τροίας και αναγνωρίζοντας τους Αχαιούς πολέμαρχους, αναρωτιέται γιατί δεν διακρίνει ανάμεσά τους και τα αδέλφια της και κάνει διάφορες υποθέσεις για την απουσία τους:

 

κι όλους τους άλλους Αχαιούς και βλέπω και γνωρίζω

και θα ημπορούσ΄ αλάθευτα να ειπώ τα ονόματά τους,

και δύο μόνον βασιλείς να ιδώ δεν κατορθώνω

τον Κάστορα ιπποδαμαστήν, τον πύκτην Πολυδεύκην·

κι είναι αδελφοί μου, από μια μητέρα γεννημένοι·

μήπως στην Λακεδαίμονα την ποθητήν εμείναν,

ή με τους άλλους έφθασαν κι εκείνοι στην Τρωάδα,

αλλά δεν θέλουν να φανούν στες μάχες των ανδρείων,

μην πάρουν από τ΄ όνειδος και από την εντροπή μου »;

Αυτά 'λεγε και από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει

εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα.

(Όμ., Ιλ. Γ 234-244, μετ. Ι. Πολυλάς)