Βυβλίδα και Καύνος

 

Ας μάθουν της Βυβλίδας τα δεινά, για ν' αγαπάνε φρόνιμα οι γυ­ναίκες

για κείνη τη Βυβλίδα σας μιλώ που πόθησε φριχτά τον αδερφό της.

Δεν ήτανε αγάπη αδελφική - αλλιώτικος ο πόθος της, και λάθος.

Δεν το 'νιωσε στην πρώτη του αρχή· κρυφόκαιγε η φωτιά μες στην καρδιά

της

και τα φιλιά που του 'δινε συχνά ποσώς δεν τα λογάριαζε για κρίμα,

μήτε τα χάδια και τις αγκαλιές όπως σφιχτά κρεμιόταν στο λαιμό του.

Τον αγαπούσε - αίμα κι αδερφός, κι όλο μ' αυτό το ψέμα ξεγελιόταν.

Αγάπη που ξεστράτισες μετά… Τώρα, σαν έρθει η ώρα να βρεθούνε,

ντύνεται και στολίζεται γι' αυτόν, θέλει γι' αυτόν να φαίνεται ωραία,

κι αν τύχει άλλη, πιο όμορφη, εκεί ζηλεύει που είναι όμορφη η άλλη.

Όμως κρατεί το πάθος της κρυφό· όσο κι αν έχει μέσα της καμίνι

την πεθυμιά της δεν την κάνει ευχή - μα το καμίνι μέσα της να καίει.

[…]

Δεν την κολάζει ελπίδα πονηρή, δεν είναι τέτοια η τόλμη της - στον ξύπνο.

Ύστερα πάλι σε ύπνο γαληνό, καθώς ο νους της χαλαρώνει, βλέπει

συχνά-πυκνά εκείνο που ποθεί. Μες στ' όνειρο μια νύχτα τα κορμιά τους

είδε να σμίγουν· ένιωσε ντροπή κι ας ήτανε στο λήθαργο πεσμένη.

Τινάχτηκε απάνω, σιωπηλά γυρίζαν οι σκηνές μες στο μυαλό της

κι ύστερα πήρε να μονολογεί, αμφίβολη μέσα στη σύγχυσή της:

«Φριχτές εικόνες νύχτας σιωπηλής, αλίμονο, τι θέλετε να πείτε;

Μη σώσουνε και βγουν αληθινά, δεν πρέπουν τέτοια όνειρα σε μένα.

Ωραίος είναι, όπως κι αν τον δεις, μάτι κακό αυτό δε θα τ' αρνιόταν.

Αρέσει· λογικά μπορεί κι εγώ στον έρωτα για κείνον να 'χα πέσει,

κι ο έρωτάς μας θα 'ταν ταιριαστός - πλην είμαστε αδέλφια, αυτό με

βλάφτει.

Ξύπνια ποτέ μη μπω σε πειρασμό! Αυτό ζητώ, κι αυτό μονάχα φτάνει!

Μόνο στον ύπνο, αν γίνεται, συχνά να έβλεπα αυτά που μόλις είδα…

[…]

Τα φέρνω στο μυαλό μου και μεθώ, κι ας ήταν όλα τόσο φευγαλέα,

κι ας έριξε με φθόνο βιαστική η νύχτα του ονείρου την αυλαία.

Ν' άλλαζα όνομα, αν ήταν δυνατό, να μοιραστώ τον έρωτα μαζί σου!

[…]

Να με φυλάξουν οι θεοί… Οι θεοί; Που είχαν αδερφές για ερωμένες;

Τη Ρέα, όμαιμή του κι αδερφή, την πήρε για γυναίκα του ο Κρόνος,

ο Ωκεανός επήρε την Τηθύ, του Όλυμπου ο άρχοντας την Ήρα.

Ωστόσο, άλλοι οι νόμοι για θεούς, άλλα των ουρανών τα συνοικέσια·

ίσως και να 'ναι λάθος να μετρώ τ' ανθρώπινα με αλλιώτικη μεζούρα.

Ένα απ' τα δυο: ή ξεριζώνω ευθύς την άνομη αγάπη απ' την καρ­διά μου

ή, αν δε βρω τη δύναμη γι' αυτό, να με προκάνει θέλω ο μαύρος χά­ρος

κι εκεί στο ξόδι μου, άψυχο κορμί, να με νεκροφιλήσει ο αδερφός μου.

Μα πώς ν' αποφασίσω μοναχή; Να μη γνωρίζει αυτός τι συλλογιέμαι;

Πες πως εγώ το βρίσκω ταιριαστό, αλλά σ' εκείνον φαίνομαι κακούργα…

[…]

υπάρχει λύση: γράμμα μυστικό θα πει τον πόνο μου, θα πει τα μυ­στικά

μου».

Της φάνηκε πως έκανε καλά, κι οι δισταγμοί αφήκαν το μυαλό της.

Ανάγειρε στην κλίνη το κορμί και στηριγμένη πάνω στον αγκώνα

«ας μάθει», λέει, «πως έχω τρελαθεί· το ν έρωτα μου ας ομολογήσω!

Τραβάω τώρα ίσια στο γκρεμό, φωτιά και λάβρα ό,τι συλλογιέμαι».

Γράφει εκείνα που 'χει στο μυαλό. Σαν την ψυχή της έτρεμε το χέρι,

κρατάει τη γραφίδα στο δεξί, τη δέλτο στο άλλο για να γράψει απάνω.

[…]

«[…]

Σε λαχταρώ και σ' έχω ερωτευτεί, στο χέρι σου η ζωή κι ο θάνα­τός μου.

Εσύ θ' αποφασίσεις ποιο απ' τα δυο. Δεν ειν' εχθρός που σε παρα­καλάει,

ικέτιδα στα πόδια σου αυτή που όντας κιόλας πλάι σου γυρεύει

αχώριστα με σένα να ενωθεί και να σφιχτεί απάνω σου δεμένη.

[…]

θα 'μαστε αδερφός και αδερφή και θα 'χουμε κρυφό τον έρωτά μας.

Έχω το ελεύθερο μαζί σου να μιλώ, χώρια και μακριά από τούς άλ­λους,

σαν αδερφή σου που είμαι φανερά παίρνεις τις αγκαλιές και τα φιλιά μου.

[…]».

Τόσα χαμένα λόγια - η γραφή απλώνονταν στο κερωμένο ξύλο,

φτάνοντας ως την άκρη χαμηλά την τελευταία αράδα του μαντάτου.

[…]

Παράγγειλε έναν δούλο της να 'ρθει, κι απ' τη ντροπή της ήταν ξα­ναμμένη.

Τρέμοντας τον καλόπιασε «Πιστό, καλό μου παλικάρι, σύρε αμέσως

να δώσεις…» (λίγο κόμπιασε εδώ) «…στον αδερφό μου τούτο εδώ το

γράμμα».

Έκανε να τη δώσει, κι η γραφή έπεσε καταγής - κακό σημάδι.

Αψήφησε την κακοσημαδιά, και το 'στειλε. Ο δούλος βρήκε ώρα

και τα φανερωμένα της γραφής επήγε και παράδωσε στον Καύνο.

Σαν αστραπή τον βάρεσε η οργή· μέσα στη σαστιμάρα του εκείνος

το γράμμα διαβασμένο ως τα μισά αφήνοντας το πέταξε μακριά του

κι όρμηξε του τρεμάμενου παιδιού ν' αρπάξει το λαρύγγι με το χέρι:

[…]

Έφυγε ο δούλος μες στην ταραχή να φέρει το μαντάτο στην κυρά του,

πως έγινε ο Καύνος σα θεριό. Το άκουσε και χλόμιασε η Βυβλίδα -

της πλάκωσε μια ψύχρα την καρδιά και το κορμί της σα παραλυμένο.

[…]

κι όμως ορέγεται ξανά τη δοκιμή. Η δυστυχής δοκίμασε τα πάντα,

τα πάντα καταλήξαν στο μηδέν, εκείνος την κρατούσε μακριά του.

Στην τρέλα δε φαινόταν τελειωμός, έτσι ο Καύνος σκέφτηκε ν' αφήσει

το αίσχος και μαζί το πατρικό, να χτίσει άλλη πόλη σ' άλλα μέρη.

Λένε πως τότε μες στην ταραχή ξεσάλωσε η κόρη της Μιλήτου·

την έκανε η θλίψη μανιακή, ξέσκιζε ό,τι απάνω της φορούσε

και σα μαινάδα με τον οδυρμό μελάνιαζε τα στήθια και τα μπράτσα.

Της σάλεψε, το ξέρουν όλοι πια, κι αυτή ό,τι ανόσιο λαχταρούσε

τ' ομολογάει τώρα όπου σταθεί κι αναζητεί του πρόσφυγα τα χνάρια.

Τώρα που ο Καύνος έφυγε μακριά, πατρίδα σπίτι αδιάφορα για κείνην.

Σαν τις πιστές στον Ίσμαρο ψηλά, όταν τις κρούει ο θύρσος και βακχεύουν

στου τρίτου χρόνου απάνω τη γιορτή, καθώς τιμούν τον Βάκχο συ­ναγμένες,

παρόμοια ολόλυζε κι αυτή γυρνώντας στα χωράφια και τους κάμπους -

μάρτυρες της Βουβάσσου οι κοπελιές. Πορεύτηκε κατόπι σ' άλλα μέρη

τους Λέλεγες περνώντας κι από κει στις χώρες της Λυκίας και τους Κάρες.

Διάβηκε τα νερά των ποταμών, τον Κράγο και τον Λίμυρο, τον Ξάνθο,

κι έφτασε ως τη ράχη του βουνού, της Χίμαιρας μονιά, που 'χει κε­φάλι

από λιοντάρι, του φιδιού ουρά κι ένα κορμί που ανασαίνει φλόγες.

Τον γύρεψες σε δάση και βουνά κι αποσταμένη κόπασες, Βυβλίδα.

Σωριάστηκες στο χώμα το σκληρό, με τα μαλλιά της κεφαλής χυμένα,

κρύβεις την όψη μες στις φυλλωσιές που στρώσανε τα δέντρα στο ρουμάνι.

Νύμφες πάσχιζαν κι άλλα ξωτικά με χέρι τρυφερό να σε σηκώσουν,

τον έρωτά σου τούτο τον πικρό πώς να τον γιάνεις όλες σε ορμήνευαν,

κουράγιο δίναν και παρηγοριά - κι ήταν κλειστά τ' αφτιά σου στις

ορμήνειες.

Αμίλητη πλαγιάζεις καταγής, κρατείς σφιχτά στα νύχια το χορτάρι

κι από τα μάτια δάκρυ ποταμός την πρασινάδα ολόγυρα νοτίζει.

Μια φλέβα δάκρυ δίχως τελειωμό λένε πως της χάρισαν οι Ναϊάδες,

κι ήταν το δάκρυ δώρο ταιριαστό, αστείρευτο να της κρατεί το κλάμα.

Σαν τις χοντρές σταγόνες ρετσινιού που βγάζει χαρακιά πάνω σε πεύκο,

σαν κατραμιού απόσταγμα παχύ, και σα νερό πρώτα κρουσταλλιασμένο

που λειώνει στου ζέφυρου την πνοή, του ερχομού της άνοιξης σημάδι,

σα χιόνι σε λιακάδα λαμπερή όταν πρωί το βρίσκει η ηλιαχτίδα,

έτσι κυλάει το δάκρυ της στη γη - και μες στο δάκρυ έλιωσε η Βυβλίδα.

Και γένηκε πηγή σε λαγκαδιά που τ' όνομα της κόρης έχει πάρει

και βγάνει ίσαμε σήμερα νερό πλάι σε πυκνό κατάμαυρο πουρνάρι.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 9. 454-665, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)