Ήρεμος και βίαιος μαιναδισμός. Φόνοι και σπαραγμοί

 

Ο μαιναδισμός έχει δύο εκφάνσεις, μία ήρεμη και την άλλη βίαιη. Η βιαιότητα εκδηλώνεται σαν τιμωρία του Διόνυσου προς όσους απιστούν απέναντί του. Οι δύο μορφές του μαιναδισμού, η ήρεμη επαφή με τη φύση αλλά και οι υπερφυσικές δυνάμεις που αποκτούν όσοι βακχεύουν, και το παράλληλο του φόνου/θυσίας του νεαρού Ίππασου από τη μητέρα του και τις αδελφές της με τον φόνο/θυσία του Πενθέα από τη μητέρα του και τις αδελφές της (τρεις και αυτές συνολικά) περιγράφονται από τον Ευριπίδη στη τελευταία τραγωδία της ζωής του, τις Βάκχες:

 

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ

Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα

ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος

πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει.

Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές γυναίκες,

της μιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη,

της άλλης η μητέρα σου η Αγαύη,

και της τρίτης η Ινώ. Αποκαμωμένες

κοιμόνταν όλες· τούτες ξαπλωμένες

σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου,

κι άλλες με το κεφάλι απά σε φύλλα

βελανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,

κι όχι, καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες

απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο

να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση.

Κι ως άκουσε η μητέρα σου τα βόδια

να μουκανιώνται, ανάμεσα στις βάκχες

στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει

να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο.

Και διώχνοντας εκείνες απ' τα μάτια

τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω

εκεί να δεις σεμνότητα από νέες,

μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια!

Και πρώτα ρίξαν τα μαλλιά στους ώμους,

τα παρδαλά τους λαφοτόμαρα -όσες

τους είχανε λυθεί- τα ξαναδέσαν

και τα ζώσαν με φίδια που γλείφονταν.

Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια

λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα

τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν

με φουσκωμένα τα βυζιά τους κι είχαν

στα σπίτια τους μωρά παρατημένα·

κι από κισσό φορέσανε στεφάνια

κι από δρυ κι αρκουδόβατο ανθισμένο.

Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει,

χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει

δροσόπαγο· και μια άλλη το δικό της

στη γη τον μπήγει, κι ο θεός ξεχύνει

βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το άσπρο

πιοτό, σκαλίζανε το χώμα λίγο

με τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν

ποτάμια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους

τους κισσόδετους στάλες γλυκό μέλι.

Ώστε, κι εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα

και τα 'βλεπες αυτά, θα τον τιμούσες,

με προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις.

Συναχτήκαμε τότες οι βουκόλοι

κι οι τσοπάνοι και πήραμε να λέμε

τα τρομερά και θαμαστά που κάναν·

κι ένας πολύξερος λογάς, της χώρας

τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους:

"Ε σεις που τα σεβάσμια βουνοκάμπια

τα 'χετε για λημέρια σας, τι λέτε

ν' αρπάζαμε τη μάνα του Πενθέα

την Αγαύη δω μέσα απ' τις βακχείες,

το βασιλιά να φχαριστήσουμε έτσι;"

Ο λόγος του μας άρεσε· στα θάμνα

κρυφτήκαμε και στήσαμε καρτέρι.

Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν

τη βακχεία, ανεμίζοντας τους θύρσους

και κράζοντας τον Ίακχο μ' ένα στόμα,

το γιο του Δία το Βροντερό· κι αντάμα

με κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίμια

βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα.

Έτυχε μπρος μου να διαβεί η Αγαύη·

πετάγουμαι απ' τα θάμνα που κρυβόμουν

να την αρπάξω, μα χουγιάζει εκείνη:

"Σκύλες μου γοργοπόδαρες, μας πήραν

οι άντρες του κυνηγού, μόν' ελάτε

κοντά μου, ακολουθάτε μου, τους θύρσους

κρατώντας αντί γι' άρματα στα χέρια!"

Εμείς, αν δε μας ξέσκισαν οι βάκχες,

είναι που γίναμε καπνός· και κείνες,

χωρίς μαχαίρι να κρατούν, χίμησαν

στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι.

Να 'βλεπες τότε με τα χέρια η μια τους

να παλεύει καλόμαστη δαμάλα

που μουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι άλλες

γελάδια να τα κάνουνε κομμάτια.

Παγίδια τότε να 'βλεπες και πόδια

διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,

κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασμένα

να σταλάζουνε, στο αίμα τυλιμένα.

Και γαυριασμένοι ταύροι, που πριν ώρας

είχαν θυμό στα κέρατα, στο χώμα

γονάτιζαν, καθώς μυριάδες χέρια

κοριτσιών τους τραβούσανε. Κι οι σάρκες

λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο

τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις.

Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σμάρι

πετούμενα που η φόρα τους τα παίρνει,

στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέμα

του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι

το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν

σαν εχτροί τα χωριά που 'ναι χτισμένα

στου Κιθαιρώνα τις ποδιές -Υσιές

κι Ερυθρές-και διαγούμισαν τα πάντα.

Άρπαζαν τα παιδιά μέσ' απ' τα σπίτια,

κι ό,τι παίρναν στους ώμους δεν το δέναν,

κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν

χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν

απάνω στα μαλλιά, μα δεν τις καίγαν.

Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο κουρσός

άρπαξαν αγριεμένοι τ' άρματά τους,

κι ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ω ρήγα!

Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,

μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,

κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν

στις πλάτες, ναι! τους άντρες οι γυναίκες·

κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!

Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,

στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.

Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες

στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.

(Ευρ., Βάκχες 664-768, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………….

 

ΑΓΓΕΛΟΣ

Αφού τα γυροχώρια της Θηβαίας

γης τ' αφήκαμε πίσω και το ρέμα

του Ασωπού το διαβήκαμε, τη ρίζα

του Κιθαιρώνα πιάσαμε, ο Πενθέας

κι εγώ που τον αφέντη μου ακλουθούσα

κι ο ξένος, ο οδηγός μας στο γιορτάσι.

Και πρώτα εμείς σε κλαδερό λακκούδι

καθίσαμε, λαγάζοντας, βαστώντας

τη μιλιά μας, να βλέπουμε μα δίχως

να μας βλέπουν. Παρέκει ένα λαγκάδι

με γκρέμνα δώθε κείθε, μουσκεμένο

στα νερά και βαθίσκιωτο στα πεύκα·

εκεί 'ταν καθισμένες οι μαινάδες

και σε δουλειές τερπνές ήταν δοσμένες.

Τούτες τους θύρσους, που ο κισσός τους είχε

φύγει, ξανά τους τύλιγαν εκείνες,

σαν τις φοραδοπούλες που γλίτωσαν

από τον πλουμιστά ζυγό, τραγούδια

βακχικά η μιά στην άλλη αντιφωνούσαν.

Μα το γυναικομάζωμα ο Πενθέας

ο δόλιος μη θωρώντας, λέγει τότε:

"Ω ξένε, εδώ που στέκουμε, δε σώνω

να δω τις ψεύτικες μαινάδες· όμως,

εκεί στη ράχη, αν σκαρφαλώσω πάνω

σε ψηλόφουντον έλατο, τις πράξες

τις αισχρές των μαινάδων θα ξεκρίνω".

Ετότε πια του ξένου είδα το θάμα·

αρπάζοντας ακρόκλωνο του ελάτου

εφτάψηλο, το σούρνει ίσαμε κάτω

κι ως χάμω εκεί στη μαύρη γης το φέρνει·

λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τη ρόδα

που ο διαβήτης το γύρο της χαράζει·

έτσι κι ο ξένος το βουνίσιο κλώνο,

με τα δυο του συγκλίνοντας τα χέρια,

τον λυγούσε στη γη, υπεράνθρωπο έργο.

Και βάνοντας κει πάνω τον Πενθέα,

απ' τα χέρια του αφήνει το κλωνάρι

να ξαναπάει ψηλά, απαλά, με τρόπο

που να μην τον τινάξει η δύναμή του·

και στον αγέρα ο κλώνος ορθός στάθη

και στην κορφή του ο αφέντης μου καβάλα·

μα πιότερο τον είδαν οι μαινάδες

παρά που αυτός τις είδε. Κι ότι που 'χε

φανερωθεί κει πάνω κλαρωμένος,

ο ξένος έγινε άφαντος, εκείνος·

και μια φωνή χουγιάζει απ' τον αιθέρα,

που σίγουρα του Διόνυσου θε να 'ταν:

"Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα

και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·

εσείς παιδέψετε τον!" Καθώς το 'πε,

ιερής φωτιάς εσήκωσε κολόνα

από τη γη να πάει ψηλά στα ουράνια.

Σίγησε ο αιθέρας, και βουβά τα φύλλα

το δασωμένο κράτησε λαγκάδι,

φωνή αγριμιού δεν άκουες· οι μαινάδες,

που τον αχό το αυτί τους δεν τον πήρε

καθαρά, πετάχτηκαν ορθές πάνω

κι ένα γύρο τα μάτια τους τα φέραν.

Τότε ξαναπροστάζει εκείνος· κι όταν

του Κάδμου οι θυγατέρες τη γνώρισαν

την προσταγή τη λαγαρή του Βάκχου,

χιμίσανε γοργές σαν περιστέρια,

η μητέρα του αφέντη μου η Αγαύη,

οι αδερφές της οι ομόσπαρτες κι οι βάκχες

όλες· κι απ' του θεού ξεφρενιασμένες

την εμπνοή, πηδούσαν τους ξεριάδες

της λαγκαδιάς και τους γκρεμούς. Κι ως είδαν

στο έλατο καθισμένο τον αφέντη,

πρώτα με ορμή τον πήραν με τις πέτρες,

πατώντας πα σε βράχο όπως σε πύργο,

και μ' ελάτου κλαριά τον κονταρίζαν.

Κι άλλες θύρσους πετούσαν στον Πενθέα,

σε στόχο ελεεινό· μα δεν τον βρίσκαν.

Απ' το θυμό τους πιο ψηλά καθόταν

ο δύστυχος, τρελός απ' την αγκούσα.

Τέλος, βελανιδιά τετρακλαδιάσαν

και με τους ξύλινους λοστούς ξεχώναν

τις ρίζες του έλατου· χαμένος όμως

πήγε κι αυτός ο κόπος. Τότε η Αγαύη

τους λέγει: "Εμπρός, μαινάδες, κάντε κύκλο

κι απ' τα κλαριά πιαστείτε, αυτό το αγρίμι

το σβέλτο να τσακώσουμε, μη βγάλει

τους μυστικούς χορούς του θεού στα φόρα".

Με μύρια χέρια εκείνες τότε αρπάξαν

το ελάτι κι απ' το χώμα το ανασπάσαν·

κι από τα ύψη που καθόταν, χάμω

γκρεμίζεται ο Πενθέας με πολύ σκούσμα,

τι ένιωσε δα τη συφορά κοντά του.

Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο

και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει

απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως

η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει

και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,

πιάνοντάς της το μάγουλο: "Μητέρα,

εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,

που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·

λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου

αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις!"

Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει

τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση

ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,

και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!

Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει

τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,

του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,

όχι απ' τη δύναμή της· μες στα χέρια

της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.

Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε

να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα

η Αυτονόη και το λεφούσι οι βάκχες·

κι ήταν μια ανάκατη βοή: να βογκεί

ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,

και κείνες ν' αλαλάζουν! Μια βαστούσε

το καλαμόχερό του, μια το πόδι,

με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν

ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·

κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,

κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.

Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω

από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου

τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,

όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο

κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε

η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη

σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει

μέσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας

τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.

Για το φριχτό γαυριάζοντας κυνήγι,

ζυγώνει εδώ στο κάστρο, και το Βάκχο

ανακαλεί και συνεργό τον κράζει,

συγκυνηγό και καλλίνικο· ναι, δάκρυα

της χάρισεν αυτός αντί για νίκη.

Εγώ τώρα πηγαίνω, κι από τούτη

τη συφορά αλαργεύω, προτού φτάσει

η Αγαύη στο παλάτι. Η σωφροσύνη

και το σέβας των θεών το πιο όμορφό 'ναι·

αυτό για τους θνητούς το λογαριάζω

για το σοφότερο αγαθό που μπορεί να 'χουν.

(Ευρ., Βάκχες 1043-1152, μετ. Π. Πρεβελάκης)