Η μεταμόρφωση της Αγραύλου

 

Από ζήλια για τον έρωτα του Ερμή για την αδελφή της Έρση, η Άγραυλος θέλησε να σταθεί εμπόδιο στην πραγμάτωση του έρωτα αυτού. Γι' αυτό, αποφασισμένη να μην το κουνήσει από τη θέση της, στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού εμποδίζοντας την είσοδο στον Ερμή:

 

και με το θεϊκό του το ραβδί άνοιξε [ο Ερμής] τα θυρόφυλλα. Εκείνη

έκανε τότε ν' ανασηκωθεί, ωστόσο, όπως κάθονταν, τα μέλη

που ήταν λυγισμένα δεν ακούν· ήταν νωθρά, βαριά σαν το μολύβι.

Έκανε πάλι όρθια να σταθεί τανύζοντας απάνω το κορμί της

μα ένωσε τα γόνατα σκληρά, μια ψύχρα την επέρασε ως τα νύχια

κι οι φλέβες από αίμα αδειανές της έκοψαν ολότελα το χρώμα.

[ …]

[…] του θανάτου παγωνιά τη μάργωνε κι αυτήν αγάλι-αγάλι

εσφράγιζε τους πόρους της ζωής κι έκλεινε της ανάσας το κανάλι.

Δε βγήκε απ' το στόμα της μιλιά, κι αν το 'θελε, ο κόπος της χαμένος -

ήταν κλειστός ο δρόμος της φωνής, και ο λαιμός ήταν μαρμαρωμένος.

Σκληρή και η θωριά της, προτομή και άγαλμα δίχως ζωής ικμάδα -

το μάρμαρο ωστόσο μελανό, της φθονερής ψυχής της μελανάδα.

(Οβ., Μετ. 2. 819-824, 827-832, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)