Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ

    Μεταξύ μύθου και ιστορίας βρίσκεται η μορφή του Επιμενίδη που στα αρχαϊκά χρόνια πήρε τη θέση του Περίανδρου στον κατάλογο των επτά σοφών. (Εικ. 71, 72, 73, 74, 75) Είναι ξακουστός σοφός και μάντης, με καταγωγή από την Κρήτη (κατά τον Διογένη Λαέρτιο από την Κνωσό, κατά τον Πλούταρχο από τη Φαιστό) αλλά και με παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή της Αθήνας, τόσο με τρόπο θρησκευτικό όσο και πιο καθαρά πολιτικό. Ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς υποστήριζαν ότι είναι γιος του Φαιστίου, ενώ άλλοι πίστευαν πως είναι γιος του Δωσιάδα ή του Αγήσαρχου. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, όταν τον είχε στείλει ο πατέρας του να ψάξει κάποιο πρόβατο στα χωράφια, ο Επιμενίδης μπερδεύτηκε και μπήκε σε μια σπηλιά όπου κοιμήθηκε για πενήντα επτά χρόνια, εξ ου και η παροιμιώδης φράση Επιμενίδειος ύπνος. Όταν ξύπνησε, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγο. Δεν το έβρισκε και έτσι κατευθύνθηκε προς το χωράφι του, όπου τα βρήκε όλα διαφορετικά και με ξένο ιδιοκτήτη. Κατευθύνθηκε στην πόλη για να αναζητήσει απαντήσεις και βρήκε τον αδελφό του, γέροντα πια, ο οποίος του αποκάλυψε την αλήθεια. Όταν έμαθαν αυτή την ιστορία οι Έλληνες, τον θεώρησαν αγαπημένο των θεών, διότι στη διάρκεια του ύπνου του συνάντησε θεούς (Μάξιμος Τύριος, Διάλεξις 10.1.a-f)· ακόμη λεγόταν ότι ο Πυθαγόρας κατέβηκε μαζί με τον Επιμενίδη στο Ιδαίο άντρο, για να μυηθεί (Διογ. Λ. 8.3.4).

    Ο Επιμενίδης έζησε συνολικά 157 ή 299 χρόνια. Το μόνο ιστορικό γεγονός του βίου του αφορά στην κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο Άγος (596 π.Χ.). Την αιτία του προβλήματος της Αθήνας περιγράφει ο Πλούταρχος στον βίο του Σόλωνα:

    «Την πόλη των Αθηνών […] κρατούσε σε ταραχή και αναστάτωση το Κυλώνειο άγος [632 ή 628 π.Χ.], ακριβώς από την εποχή που ο άρχοντας Μεγακλής πρότεινε στους συνωμότες του Κύλωνα, οι οποίοι είχαν προσφύγει ικέτες στον ναό της θεάς, να κατέλθουν στην πόλη, για να δικαστούν. Οι συνωμότες […] αφού έδεσαν νήμα από το άγαλμα της θεάς, κρατιόντουσαν από αυτό και άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη. Όταν όμως έφτασαν κοντά στον ιερό χώρο τον αφιερωμένο στις σεμνές θεές, το νήμα κόπηκε αυτόματα και τότε ο Μεγακλής και οι άλλοι συνάρχοντές του όρμησαν και συνέλαβαν τους συνωμότες με την πρόφαση ότι η θεά δεν δεχόταν την ικεσία τους. Όσους συνέλαβαν έξω από τα ιερά τους σκότωσαν με λιθοβολισμό, κατέσφαξαν όμως όσους προσέφυγαν στους βωμούς, ενώ διασώθηκαν μόνο εκείνοι που είχαν καταφύγει ως ικέτες στις γυναίκες των αρχόντων. […]» (Πλούτ., Σόλων 12)

    Οι Αθηναίοι επέβαλαν ηθικές ποινές στον Άρχοντα Μεγακλή, από την οικογένεια των Αλκμαιωνίδων, και σε όσους είχαν πάρει, μαζί με αυτόν, μέρος στη σφαγή: τον καταράστηκαν και τον απέφευγαν (είναι η ίδια ποινή που είχε διακηρύξει ο Οιδίποδας ότι έπρεπε να επιβληθεί στον φονιά του Λάιου). Όμως επειδή οι συνέπειες από το άγος συνεχίζονταν, το 597 π.Χ. επέβαλαν και νομικές ποινές: ο Μεγακλής και οι προσωπικοί του βοηθοί, όσοι ακόμη ζούσαν, όταν έπεσαν επιδημίες στην Αθήνα πέρασαν από δίκη μετά από υποκίνηση του Σόλωνα, κρίθηκαν ένοχοι και εξορίστηκαν ισόβια από την Αττική. Επειδή όμως η εξορία της ισχυρής οικογένειας των Αλκμαιωνίδων δεν απάλλαξε τους Αθηναίους από τις συμφορές και τους φόβους, το 596 π.Χ. προσκάλεσαν τον σοφό κρήτα Επιμενίδη:

    «Και κάποιοι αόριστοι φόβοι από δεισιδαιμονία κατέλαβαν την πόλη και φαντάσματα την τρόμαζαν και οι μάντεις διακήρυσσαν ότι κατά τις θυσίες προς τιμή των θεών φαίνονταν μολύσματα και μιάσματα, τα οποία είχαν ανάγκη από καθαρμό. […] Ο Επιμενίδης με εξιλασμούς και καθαρμούς και με την κτίση ναών καθαγίασε και καθοσίωσε την πόλη και με τον τρόπο αυτό την κατέστησε ικανή να είναι υπήκοος του δικαίου και περισσότερο ευπειθής στην ομόνοια.» (Πλούτ., Σόλων 12).

    Στο γένος των Αλκμαιωνίδων ανήκαν ο Κλεισθένης, ο Περικλής και ο Αλκιβιάδης, οι δύο τελευταίοι από την πλευρά της μητέρας τους. Επομένως, η αναμόχλευση και η διατήρηση του ζητήματος είχαν προφανώς και πολιτικά κίνητρα.

    Ο Επιμενίδης έγινε αφορμή και για ένα γνωστό παράδοξο στη Λογική. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει: «Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται (οι Κρήτες είναι πάντα ψεύτες)». Κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκε με βάση τη φράση αυτή το εξής λογικό παράδοξο, γνωστό και ως παράδοξο του Επιμενίδη:

     

    Ο Επιμενίδης λέει ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες

    Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός

    Άρα ο Επιμενίδης λέει ψέματα

    Άρα οι Κρήτες λένε την αλήθεια

    Άρα και ο Επιμενίδης λέει την αλήθεια

    Άρα οι Κρήτες είναι ψεύτες κ.ο.κ.

     

    Τη φράση του Επιμενίδη χρησιμοποίησε ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Κρήτης Τίτο, προκειμένου να ψέξει τους Κρητικούς για τα ελαττώματά τους με τα λόγια ενός δικού τους: «εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (1:12).

    [Για τη ζωή του Επιμενίδη βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων]