Πάνθοος και Αινείας τη νύχτα της καταστροφής

Ο Αινείας αφηγείται τι έγινε τη νύχτα της καταστροφής, τη νύχτα που οι Τρώες κατάλαβαν πολύ καλά τι έκρυβε στα σπλάχνα του το σπουδαίο δώρο των Δαναών, ο Δούρειος ίππος:

Πετιέμαι απ’ τον ύπνο και στην πιο ψηλή στέγη του σπιτιού ανεβαίνω και με τεντωμένα στέκουμαι τ’ αυτιά· όπως, σαν πέσει στα σπαρτά φωτιά και φυσάει δυνατός αέρας, ή κατεβασμένο ξεροπόταμο φέρνοντας ποτάμι απ’ τα βουνά πλημμυρίζει τα χωράφια, πλημμυρίζει τα φουντωμένα σπαρτά και των βοδιών τους κόπους και παρασέρνει τα δέντρα· τα χάνει ο τσομπάνης αγναντεύοντας απ’ την κορφή του βράχου, γιατί δεν ξέρει από πού να ’ρχεται το βουητό. Τότε φανερώθηκε το πράμα, και των Δαναών ξεδιαλύνουν οι παγίδες. Πρώτα του Δηίφοβου γκρεμίζεται το σπίτι, αφού του βάλανε φωτιά, καίγεται και το κοντινό του Ουκαλέγοντα· στο Σίγειο το κανάλι απλόχωρα απ’ τις φωτιές αντιφεγγίζει. Ξεσηκώνουνται κραυγές των ανθρώπων και κλαγγές των σαλπίγγων. Τα όπλα ξετρελαμένος αρπάζω· τι θα ‘κανα μ’ αυτά δεν ήξερα, παρά να μαζέψω δυνάμεις για πόλεμο ή να τρέξω με τους συντρόφους μου πα στο κάστρο, φλογίζεται η ψυχή μου· η μάνητα κι η ορφή μου σηκώνουν το μυαλό και μου μπήκε όμορφο θάνατο με τα όπλα στο χέρι να ‘βρω.

Αλλά να ο Πάνθος που ξεγλίστρησε από των Αχαιών τα βόλια, ο Πάνθος, ο γιος του Όθρη, ιερέας του Φοίβου στου κάστρου το ναό, τα ιερά στο ‘να χέρι και τους νικημένους θεούς, και με τ’ άλλο σέρνει το μικρό του εγγόνι και σαν τρελός κατά το σπίτι μου τρέχει: «Σε ποιο σημείο έχει φτάσει η κατάσταση Πάνθο; Κατέχουμε ακόμη την ακρόπολη;» Μόλις είχα πει αυτά, με στεναγμό μου απαντά: «Ήρθε η τελευταία μας μέρα κι ο άραχλος χρόνος της Δαρδανίας. Υπήρξαμε κάποτε Τρώες, υπήρξε το Ίλιο και η μεγάλη δόξα των Τεύκρων· τώρα ο σκληρός Δίας όλα τα χάρισε στους Αργείους· οι Δαναοί την καμένη εξουσιάζουνε πόλη. Ο ψηλός ίππος ανάμεσα στα τείχη στεκάμενος οπλισμένους αδειάζει, και νικητής ο Σίνωνας ανάβει φωτιές χλευάζοντας τις μωροπιστίες μας. Άλλοι φτάνουν στις ανοιχτές πύλες, χιλιάδες, όσοι ήρθαν απ’ τις τρανές Μυκήνες· άλλοι με τα όπολα τοποθετημένα φυλάνε τα σοκάκια· στέκουνται τα σπαθιά παραταγμένα με τις γυαλιστερές μύτες έτοιμα για σφαγή· μόλις οι πρώτοι φύλακες παίρνουν μέρος στη μάχη κοντά στις πύλες κι αντιστέκουνται στο νυχτερινό αγώνα. (Βιργ., Αιν. 302-335, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)