Το νεκρομαντείο στον Αχέροντα

Ο ανασκαφέας του νεκρομαντείου αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης περιέγραψε τον χώρο:

«εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»1:

«Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. […] Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. […] Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο […]. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες […] Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»2

Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων.

Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».3

«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»4

Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο.

 

Σημειώσεις

1. Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», στο Ιλιάδα και Οδύσσεια: Μύθος και Ιστορία (Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 9-15 Σεπτεμβρίου 1984), Ιθάκη 1986, σ. 141-170, εδώ σ. 152.

2. Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1993, σ. 16-19. Η κάτοψη και οι τομές του χώρου στη σ. 15, εικ. 5.

3. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», σ. 159.

4. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα, σ. 21-22.