Ο Θεοκλύμενος στον Τηλέμαχο

Και του 'πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:

«Κι εγώ, παιδί μου, που, για λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι

να σύρω, απ' όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν;

Για και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;»

Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει·

«Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα· βρίσκει

σε μας ο ξένος καλοπέραση· μα όπως εγώ θα λείπω,

πώς να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου·

με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει,

μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει.

Σε κάποιον άλλο εγώ θα σου 'λεγα να πας, στον παινεμένο

Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου,

που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα.

Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ' όλους

ν' ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα.

Mα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη

το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.»

Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,

του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα εκράτει

και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,

ανάμεσός απ' τον Τηλέμαχο και τ' άρμενο, στο χώμα.

Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,

το χέρι του ΄σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:

«Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ' όρνιο·

ως το 'δα, το 'νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι!

Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ' τη δικιά σας

μες στην Ιθάκη· σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!»

Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:

«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!

Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν

δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»

Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη:

«Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει

σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην Πύλο.

Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο

και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.»

(Όμ., Οδ., ο 508-543 Καζαντζάκης