Παυσανίας και Στράβων για τον ποταμό Άνιγρο

Το ρεύμα αυτού του ποταμού [του Άνιγρου] συχνά το σταματούν ισχυροί άνεμοι, γιατί κουβαλούν την άμμο από την ανοιχτή θάλασσα ενάντια στο ρεύμα του ποταμού και εμποδίζουν το νερό να τρέξει προς τα εμπρός. Όταν, λοιπόν, από τις δύο πλευρές μουσκέψει η άμμος από έξω από τη θάλασσα και από μέσα από το ποτάμι,τότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος και για τα ζώα και για τους ανθρώπους να βουλιάξουν. Ο Άνιγρος πηγάζει από το αρκαδικό βουνό Λάπιθο και ήδη από τις πηγές του το νερό δεν είναι ευώδες αλλά έχει φοβερή δυσοσμία. Και πριν να δεχθεί τα νερά του παραπόταμου Ακίδαντα, είναι φανερό ότι δεν τρέφει καθόλου ψάρια. Μετά τη συμβολή των δύο ποταμών τα ψάρια που με το νερό κατεβαίνουν στον Άνιγρο οι άνθρωποι δεν τα θεωρούν φαγώσιμα, αν όμως πιαστούν στα νερά του Ακίδαντα, θεωρούνται φαγώσιμα. […] Είμαι πεπεισμένος ότι η παράξενη οσμή του Άνιγρου οφείλεται στη σύσταση του εδάφους μέσα από το οποίο περνάει το νερό, ώσπου να βγει στις πηγές, όπως ακριβώς τα ποτάμια πέρα από την Ιωνία, οι αναθυμιάσεις των οποίων είναι ολέθριες για τους ανθρώπους. Μερικοί Έλληνες λένε ότι ο Χείρωνας ή ένας άλλος Κένταυρος, ο Πυλήνορας, τοξεύτηκε από τον Ηρακλή και πληγωμένος κατέφυγε σε αυτό το ποτάμι, όπου καθάρισε το τραύμα του. Το δηλητήριο της ύδρας έδωσε στον Άνιγρο αυτή την αποκρουστική οσμή. Άλλοι πάλι αποδίδουν αυτή την ιδιότητα του ποταμού στον Μελάμποδα, τον γιο του Αμυθάονα, που έριξε στο νερό τα καθάρσια που χρησιμοποίησε για τον καθαρμό των θυγατέρων του Προίτου. Υπάρχει στο Σαμικό ένα σπήλαιο, όχι μακριά από το ποτάμι, που ονομάζεται το σπήλαιο των Ανιγρίδων νυμφών. Όποιος μπει σε αυτό και υποφέρει από αλφισμό [αλμπινισμός ή λευκπάθεια] ή λεύκη, είθισται καταρχάς να εύχεται στις νύμφες και να υπόσχεται θυσία· μετά σκουπίζει τα άρρωστα μέλη του σώματος. Κολυμπώντας μέσα στο ποτάμι άφηνε την παλιά ακαθαρσία στο νερό και έβγαινε υγιής και χωρίς αποχρωματισμένες κηλίδες. (Παυσ. 5.5.7-11)

 

πρὸς γὰρ δὴ τῷ ἄντρῳ τῶν Ἀνιγριάδων νυμφῶν ἐστι πηγή, ὑφ᾽ ἧς ἕλειον καὶ τιφῶδες τὸ ὑποπῖπτον γίνεται χωρίον· ὑποδέχεται δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ ὕδατος ὁ Ἄνιγρος βαθὺς καὶ ὕπτιος ὢν ὥστε λιμνάζειν· θινώδης δ᾽ ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων βαρεῖαν ὀσμὴν παρέχει καὶ τοὺς ἰχθῦς ἀβρώτους ποιεῖ. μυθεύουσι δ᾽ οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ τῶν τετρωμένων Κενταύρων τινὰς ἐνταῦθ᾽ ἀπονίψασθαι τὸν ἐκ τῆς Ὕδρας ἰόν, οἱ δ᾽ ἀπὸ τοῦ Μελάμποδα τοῖς ὕδασι τούτοις καθαρσίοις χρήσασθαι πρὸς τὸν τῶν Προιτίδων καθαρμόν· ἀλφοὺς δὲ καὶ λεύκας καὶ λειχῆνας ἰᾶται τὸ ἐντεῦθεν λουτρόν. (Στρ., Γεωγρ. 8.3.19.15-25)