Καλλίμαχος, Ύμνος στον Απόλλωνα

 

Του Απόλλωνα πώς σείστηκε το δάφνινο κλωνάρι

κι όλο το ανάκτορο! Μακριά του κάθε αμαρτωλός.

Και να, τις θύρες με τ' ωραίο του πόδι χτυπάει ο Φοίβος.

Δε βλέπεις; Έσκυψε γλυκά ο φοίνικας της Δήλου

ξαφνικά, κι ο κύκνος στον αέρα γλυκοτραγουδεί.

Μόνοι σας τραβηχτείτε σύρτες απ' τις πύλες,

κλειδιά γυρίστε μόνα σας· μακριά ο θεός δεν είναι

και για τραγούδι και χορό οι νέοι ας ετοιμαστούνε.

Στον καθένα ο Απόλλωνας δεν φανερώνεται· μόνο στον καλό!

Όποιος τον δει λογίζεται άξιος, κι ανάξιος όποιος δεν τον δει.

Θα σε δούμε, ω Εκάεργε, ανάξιοι δεν είμαστε.

Μήτε κιθάρα σιωπηλή, μήτε ποδάρια αθόρυβα

να ᾽χουνε τώρα τα παιδιά που ο Φοίβος ξαναγύρισε,

αν θέλουνε να παντρευτούν και τα μαλλιά να κόψουν

κι αν σε αρχαία θεμέλια το τείχος να σηκώσουν.

Θαυμάζω τα παιδιά που σιωπηλή δεν έχουνε τη λύρα.

Σωπάστε όσοι για τον Απόλλωνα τραγούδι ακούτε.

Σωπαίνει δα κι ο πόντος όταν οι αοιδοί δοξολογούν

την κιθάρα ή το τόξο του Λυκωρέα Φοίβου.

Ούτε η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτιδα, θρηνεί

όταν «χαίρε παιήονα, χαίρε παιήονα» ακούσει.