Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου

Τελευταίοι στίχοι και επίλογος:

Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου, έμπα να ξεπλυθείς απ' τ' ανόσια μου λόγια, απ' τ' ανόσια μου μάτια, απ' τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.

Ίσως κει μέσα

ν' αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία,

την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.

Δεν αντέχω

την ύβρη της σιωπής σου. Την εκδίκηση την έχω ετοιμάσει. Θα δεις.

Κρίμα -

δε θα μπορέσεις για πολύ να τη θυμάσαι. Τι πάθαν απόψε τα βατράχια;

φωνές, φωνές, φωνές, -τι πάνε να πουν; και σε ποιον; Τι πάνε να

κρύψουν;

ποια μέθη; ποιον πόνο; ποιαν αλήθεια; Τι όμορφη αδέκαστη νύχτα -

αδέκαστη, αδέκαστη, αδέκαστη - τι όμορφη νύχτα -

 

(Σηκώνεται πρώτη. Προχωρεί προς τη μεσαία πόρτα, την ανοίγει, εξαφανίζεται. Το σκοτάδι δεν επιτρέπει να διακρίνουμε την έκφραση της κίνησής της, του προσώπου της. Ο νέος φεύγει αριστερά - πιθανόν προς το λουτρώνα. Η αίθουσα ολότελα άδεια, βουβή. Άξαφνα κατακλύζεται από ήχους νερού που διαρκώς δυναμώνουν σαν κάποιος, πλάι, εκεί κοντά, να παίρνει το λουτρό του εξαγνισμού. Ο ήχος αυτός υπογραμμίζει τη σιωπηλότητα της μεσαίας πόρτας που έχει μείνει ανοιχτή. Σε λίγο ακούγονται, σαν μέσα στην ίδια κάμαρα, τα παράφορα κοάσματα των βατράχων - κάτι ελαστικό, γλοιώδες, αισθησιακό, οδυνηρό κι αηδιαστικό ταυτόχρονα. Πάλι σιωπή. Μονάχα ο ήχος απ' την πτώση του νερού, εκτονωμένος κάπως. Λίγο αργότερα, έξω στην αυλή, θόρυβος από τροχούς άμαξας και οπλές αλόγων. Απ' τα δεξιά, μπαίνει ένας άντρας. Ανάστημα επιβλητικό, σκοτεινό. Κανείς εδώ; Ανάβει ένα σπίρτο. Φωτίζεται η πυκνή, χοντρή, σγουρή γενειάδα. Ανάβει τη λάμπα. Πλησιάζει τη μεσαία πόρτα. Φωτίζεται το εσωτερικό. Στο δοκάρι της οροφής, η κρεμασμένη. Ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στη ζώνη της. Το παίρνει. Διαβάζει: «Ο γιος σου, ο γιος της Αντιόπης, δοκίμασε να με βιάσει». Κραυγή. Όχι θρήνος. Κατάρα. Η τρομερή προσταγή. Συνάζονται- δούλοι, αμαξάδες, η γριά τροφός, υπηρέτριες. Ο νέος βγαίνει απ' το λουτρό, γυμνός, στάζοντας όλος, με την πετσέτα δεμένη στη μέση του. Ακούει σιωπηλά την καταδίκη του. Γονατίζει. Έξω, στην αυλή, οι προβολείς των δύο αμαξιών - αυτού που μόλις ήρθε και του άλλου που ετοιμάστηκε αστραπιαία για την εξορία - ρίχνουν σταυρωτά τις σκιές των δύο αγαλμάτων, της Αφροδίτης και της Άρτεμης, πάνω στο σώμα της κρεμασμένης).