Σαρπηδών και Τληπόλεμος

Κι έσπρωξ΄ η μοίρα ανίκητη τον μέγαν Ηρακλείδην

Τληπόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα·

και άμ΄ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον,

ο έγγονος με τον υιόν του βροντοφόρου Δία,

προσφώνησε ο Τληπόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος:

«Τι σ΄ αναγκάζει, Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε,

ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ΄ εδώ πέρα;

Ψεύδοντ΄ αν λέγουν πού ΄σαι υιός του αιγιδοφόρου Δία

κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων

οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας,

ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας

λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ΄ ήλθε εδώ να λάβει

τους ίππους του Λαομέδοντος, μ΄ έξι καράβια μόνα

και μ΄ ολιγότερον στρατόν, την πόλιν της Ιλίου

επόρθησε και από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους·

και συ ψυχήν έχεις δειλήν και φθείροντ΄ οι λαοί σου.

Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θενά ΄σαι συ των Τρώων,

αν και ανδρειωμένος βοηθός απ΄ την Λυκίαν ήλθες˙

αλλά θα ιδείς που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλει».

Και ο Σαρπηδών απάντησε: «Τληπόλεμε, ότι εκείνος

την Ίλιον τότ΄ ερήμωσε, προήλθε απ΄ την μωρίαν

του σεβαστού Λαομέδοντος, που αυτόν οπού τον είχε

ευεργετήσει εξύβρισε, κι έλειψε να του δώσει

τους ίππους, που χάριν αυτών μακρόθεν είχεν έλθει·

και σένα λέγ΄ ότι απ΄ εμέ φόνον και μαύρην μοίραν

εδώ θα λάβεις και απ΄ αυτήν την λόγχην μου θα πέσεις,

το καύχημα να πάρω εγώ και ο Άδης την ψυχήν σου».

Κι εσήκωσε ο Τληπόλεμος το φράξινο κοντάρι·

σύγχρον΄ από τα χέρια τους τ΄ ακόντια πεταχθήκαν

το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη

εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος.

Αλλά τ΄ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε

ήδη τρυπήσ΄ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη

και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά το κόκαλό του·

ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας.

Και οι σύντροφοι απ΄ τον πόλεμον τον θείον Σαρπηδόνα

έπαιρναν· τον εβάρυνεν, ως το ΄σερνε, το μέγα

κοντάρι ότι βιαζόμενοι και στενοχωρημένοι

κανείς δεν σκέφθη, όπως αυτός ελεύθερα πατήσει,

να του αφαιρέσει απ΄ το μερί το φράξινο κοντάρι.

Ομοίως τον Τληπόλεμον επαίρναν οι γενναίοι

οι Αχαιοί… (Όμ., Ιλ. Ε 627-668)