ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ

Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,

που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,

κι ω Λευκοθέα Ινώ,

συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,

πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή

κι ελάτε στη Μελία, [4]

μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,

που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]

 

Ιβ

και Ισμήνιο τον είπε,

τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.

Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,

να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,

τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]

και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]

την ώρα την εσπερινή,

 

τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα

και της Κίρρας τους αγώνες,

εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας

της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,

σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]

που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·

 

IIα

αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,

τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια

η Αρσινόη, η παραμάνα του,

και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,

την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,

την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]

με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,

στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα

 

IIβ

η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,

σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,

που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,

ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε

σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]

Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,

και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά

 

IIγ

από τα στόματα των άλλων·

ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.

Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος

που γεννά η μεγάλη ευτυχία·

τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]

 

Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,

μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,

 

IIIα

την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του

κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε

των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]

Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του

έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]

στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]

και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη

τη μάνα του τη σκότωσε

κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.

 

IIIβ

Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα

και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,

ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;

ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε

σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]

Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή

συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,

κι έργο σου είναι κάθε φορά

τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,

 

IIIγ

τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,

και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]

Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη

στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες

κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα

που γοργά τριγύρω απλώνεται.

 

IVα

Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο

και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους

ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]

Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν

και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.

Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω

πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·

των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·

 

IVβ

ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,

ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.

Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]

γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,

στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει

και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει

όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.

 

IVγ

Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]

παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,

και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,

που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,

και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.

(Μετ. Γιάννης Οικονομίδης)