Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (8-9)


ΕΡΜΗΣ
[8] Προΐωμεν, ὦ Δίκη, ταύτῃ εὐθὺ τοῦ Σουνίου μικρὸν ὑπὸ τὸν Ὑμηττὸν ἐπὶ τὰ λαιὰ τῆς Πάρνηθος, ἔνθα αἱ δύο ἐκεῖναι ἄκραι· σὺ γὰρ ἔοικας ἐκλελῆσθαι πάλαι τὴν ὁδόν. ἀλλὰ τί δακρύεις καὶ σχετλιάζεις; μὴ δέδιθι· οὐδέθ᾽ ὅμοια τὰ ἐν τῷ βίῳ· τεθνᾶσιν ἐκεῖνοι πάντες οἱ Σκείρωνες καὶ Πιτυοκάμπται καὶ Βουσίριδες καὶ Φαλάριδες οὓς ἐδεδίεις τότε, νυνὶ δὲ Σοφία καὶ Ἀκαδήμεια καὶ Στοὰ κατέχουσι πάντα καὶ πανταχοῦ σε ζητοῦσιν καὶ περὶ σοῦ διαλέγονται, κεχηνότες εἴ ποθεν εἰς αὐτοὺς καταπτοῖο πάλιν.
ΔΙΚΗ
Σὺ γοῦν μοι τἀληθές, ὦ Ἑρμῆ, ἂν εἴποις μόνος, ἅτε συνὼν αὐτοῖς τὰ πολλὰ καὶ συνδιατρίβων ἔν τε γυμνασίοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ —καὶ ἀγοραῖος γὰρ εἶ καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις κηρύττεις— ὁποῖοι γεγένηνται καὶ εἰ δυνατή μοι παρ᾽ αὐτοῖς ἡ μονή.
ΕΡΜΗΣ
Νὴ Δία, ἀδικοίην γὰρ ἂν πρὸς ἀδελφήν σε οὖσαν μὴ λέγων. οὐκ ὀλίγα πρὸς τῆς φιλοσοφίας ὠφέληνται οἱ πολλοὶ αὐτῶν· καὶ γὰρ εἰ μηδὲν ἄλλο, αἰδοῖ γοῦν τοῦ σχήματος μετριώτερα διαμαρτάνουσιν. πλὴν ἀλλὰ καὶ μοχθηροῖς τισιν ἐντεύξῃ αὐτῶν—χρὴ γάρ, οἶμαι, τἀληθῆ λέγειν— ἐνίοις δὲ ἡμισόφοις καὶ ἡμιφαύλοις. ἐπεὶ γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ σοφία παραλαβοῦσα, ὁπόσοι μὲν εἰς κόρον ἔπιον τῆς βαφῆς, χρηστοὶ ἀκριβῶς ἀπετελέσθησαν ἀμιγεῖς ἑτέρων χρωμάτων, καὶ πρός γε τὴν σὴν ὑποδοχὴν οὗτοι ἑτοιμότατοι· ὅσοι δὲ ὑπὸ τοῦ πάλαι ῥύπου μὴ εἰς βάθος παρεδέξαντο ὁπόσον δευσοποιὸν τοῦ φαρμάκου, τῶν ἄλλων ἀμείνους, ἀτελεῖς δὲ ὅμως καὶ μιξόλευκοι καὶ κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν. εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ μόνον ψαύσαντες ἔκτοσθεν τοῦ λέβητος ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ καὶ ἐπιχρισάμενοι τῆς ἀσβόλου ἱκανῶς οἴονται καὶ οὗτοι μεταβεβάφθαι. σοὶ μέντοι δῆλον ὅτι μετὰ τῶν ἀρίστων ἡ διατριβὴ ἔσται.
[9] Ἀλλὰ μεταξὺ λόγων ἤδη πλησιάζομεν τῇ Ἀττικῇ· ὥστε τὸ μὲν Σούνιον ἐν δεξιᾷ καταλείπωμεν, εἰς δὲ τὴν ἀκρόπολιν ἀπονεύωμεν ἤδη. καὶ ἐπείπερ καταβεβήκαμεν, αὐτὴ μὲν ἐνταῦθά που ἐπὶ τοῦ πάγου κάθησο εἰς τὴν πνύκα ὁρῶσα καὶ περιμένουσα ἔστ᾽ ἂν κηρύξω τὰ παρὰ τοῦ Διός, ἐγὼ δὲ εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀναβὰς ῥᾷον οὕτως ἅπαντας ἐκ τοῦ ἐπηκόου προσκαλέσομαι.
ΔΙΚΗ
Μὴ πρότερον ἀπέλθῃς, ὦ Ἑρμῆ, πρὶν εἰπεῖν ὅστις οὗτος ὁ προσιών ἐστιν, ὁ κερασφόρος, ὁ τὴν σύριγγα, ὁ λάσιος ἐκ τοῖς σκελοῖν.
ΕΡΜΗΣ
Τί φής; ἀγνοεῖς τὸν Πᾶνα, τῶν Διονύσου θεραπόντων τὸν βακχικώτατον; οὗτος ᾤκει μὲν τὸ πρόσθεν ἀνὰ τὸ Παρθένιον, ὑπὸ δὲ τὸν Δάτιδος ἐπίπλουν καὶ τὴν Μαραθῶνάδε τῶν βαρβάρων ἀπόβασιν ἧκεν ἄκλητος τοῖς Ἀθηναίοις σύμμαχος, καὶ τὸ ἀπ᾽ ἐκείνου τὴν ὑπὸ τῇ ἀκροπόλει σπήλυγγα ταύτην ἀπολαβόμενος οἰκεῖ μικρὸν ὑπὲρ τοῦ Πελασγικοῦ εἰς τὸ μετοίκιον συντελῶν. καὶ νῦν ὡς τὸ εἰκὸς ἰδὼν ἡμᾶς ἐκ γειτόνων πρόσεισι δεξιωσόμενος.


ΖΕΥΣ
Κόρη μου, δεν είναι όλοι όπως τους λες. Και λίγους καλούς να βρεις, πάλι αρκετό είναι. Πηγαίνετε τώρα, με την ευχή μου, για να προφθάσουν να δικασθούν μερικές.
ΕΡΜΗΣ
[8] Έλα, Δίκη, πάμε ίσα απ᾽ εδώ προς το Σούνιο, λίγο κάτω από τον Υμηττό, προς τ᾽ αριστερά της Πάρνηθος, όπου προβάλλουν εκείνα τα δυο βουναλάκια. Συ όμως φαίνεται πως από καιρό έχεις ξεχάσει τον δρόμο. Μα τί έχεις και κλαις κι απελπίζεσαι; Μη φοβάσαι, κι άλλαξαν τώρα οι καιροί. Πάνε, πέθαναν πια εκείνοι οι Σκείρωνες κι οι Πιτυοκάμπτες κι οι Βουσίριδες κι οι Φαλάριδες, που τόσο τους φοβόσουν τότε. Τώρα πια κυριαρχούν η Σοφία κι η Ακαδημία κι η Στοά, κι όλοι για σένα μιλούν, κι όλοι περιμένουν, μ᾽ ανοιχτό το στόμα, να ξεπροβάλεις από τον ουρανό και να πετάξεις στη γη.
ΔΙΚΗ
Συ μόνο μπορείς να μου πεις την αλήθεια, Ερμή, γιατί συ περνάς τον περισσότερο καιρό σου μαζί τους, είτε στα γυμνάσια είτε στις συνελεύσεις τους, όπου κάνεις τον κήρυκα. Λοιπόν, με θέλουν πραγματικά; Μπορώ να μείνω μαζί τους;
ΕΡΜΗΣ
Ναι, Δίκη, είσαι αδελφή μου και θα ήταν άδικο να μη σου πω την καθαρή αλήθεια. Πολλοί απ᾽ αυτούς ωφελήθηκαν αρκετά από τη φιλοσοφία. Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον από σεβασμό προς τον τίτλο του φιλοσόφου, κάνουν τώρα λιγότερα αμαρτήματα. Αλλά θα βρεις και μερικούς απ᾽ αυτούς —να μη σου τα κρύβω— αχρείους και ημιμαθείς και μισοδιεφθαρμένους. Σ᾽ αυτούς, βλέπεις, η φιλοσοφία ήταν σαν αλλαγή χρώματος. Όσοι απορρόφησαν άφθονα τη βαφή, έγιναν χρηστοί, χωρίς να διατηρήσουν το παλιό χρώμα, κι είν᾽ έτοιμοι να σε υποδεχθούνε πρόθυμα. Σ᾽ άλλους όμως, η παλιά ακαθαρσία δεν άφησε το φάρμακο να τους επηρεάσει, κι αυτοί έγιναν μεν καλύτεροι από τους άλλους, αλλά ατελείς και παρδαλοί και γεμάτοι στίγματα χρωματιστά. Υπάρχουν δε και μερικοί που άγγιξαν μόνον απέξω το καζάνι και πήραν λίγη καπνιά και νόμισαν πως αρκετά βάφτηκαν κι αυτοί. Συ όμως, φυσικά, θα έχεις να κάμεις με τους πιο καλούς.
[9] Όπως να ᾽ναι, με την κουβέντα φτάσαμε στην Αττική. Ας αφήσουμε στα δεξιά το Σούνιο κι ας πάμε προς την Ακρόπολη. Κι αφού κατεβήκαμε τώρα, κάθισε συ κάπου εδώ στον βράχο και περίμενε κοιτάζοντας προς την Πνύκα, ώσπου να κηρύξω το θέλημα του Διός. Θ᾽ ανεβώ μάλιστα στην Ακρόπολη, για να μ᾽ ακούσουν όλοι καλύτερα.
ΔΙΚΗ
Μη φύγεις, Ερμή, πριν μου πεις ποιός είν᾽ αυτός που έρχεται, με τα κέρατα, με τα τριχωτά πόδια και με τη φλογέρα στο χέρι.
ΕΡΜΗΣ
Τί λες; Δεν ξέρεις τον Πάνα, τον πιο εύθυμο από τους ακολούθους του Διόνυσου; Πρώτα κατοικούσε στο Παρθένιο όρος. Αλλ᾽ από τον καιρό που ο Δάτης με τους βαρβάρους του έκαμε την απόβαση στον Μαραθώνα, ήρθε απρόσκλητος σύμμαχος των Αθηναίων, κι από τότε πήρε αυτή τη σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και μένει εδώ, πληρώνοντας κι αυτός τον φόρο των μετοίκων. Μας είδε, φαίνεται, τώρα, και σαν καλός γείτονας έρχεται να μας καλωσορίσει.