Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (21-22)


ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
[21] Οὐ μακρά, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ· δεῖ γὰρ οὐδὲ πολλῶν μοι τῶν λόγων.
Ἀλλ᾽ εἰ μὲν ἐπῳδαῖς τισιν ἢ φαρμάκοις ὅν φησιν ἐραστὴν ἑαυτῆς ἡ Στοὰ τὸν Διονύσιον κατηνάγκασεν ταύτης μὲν ἀπέχεσθαι, πρὸς ἑαυτὴν δὲ ἀποβλέπειν ἡ Ἡδονή, φαρμακὶς ἂν εἰκότως ἔδοξεν καὶ ἀδικεῖν ἐκέκριτο ἐπὶ τοὺς ἀλλοτρίους ἐραστὰς μαγγανεύουσα. εἰ δέ τις ἐλεύθερος ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ πόλει, μὴ ἀπαγορευόντων τῶν νόμων, τὴν παρὰ ταύτης ἀηδίαν μυσαχθεὶς καὶ ἥν φησι κεφάλαιον τῶν πόνων τὴν εὐδαιμονίαν παραγίγνεσθαι λῆρον οἰηθείς, τοὺς μὲν ἀγκύλους ἐκείνους λόγους καὶ λαβυρίνθοις ὁμοίους ἀπέφυγε, πρὸς δὲ τὴν Ἡδονὴν ἄσμενος ἐδραπέτευσεν ὥσπερ δεσμά τινα διακόψας τὰς τῶν λόγων πλεκτάνας, ἀνθρώπινα καὶ οὐ βλακώδη φρονήσας καὶ τὸν μὲν πόνον, ὅπερ ἐστί, πονηρόν, ἡδεῖαν δὲ τὴν ἡδονὴν οἰηθείς, ἀποκλείειν ἐχρῆν αὐτόν, ὥσπερ ἐκ ναυαγίου λιμένι προσνέοντα καὶ γαλήνης ἐπιθυμοῦντα συνωθοῦντας ἐπὶ κεφαλὴν εἰς τὸν πόνον, καὶ ἔκδοτον τὸν ἄθλιον παρέχειν ταῖς ἀπορίαις, καὶ ταῦτα ὥσπερ ἱκέτην ἐπὶ τὸν τοῦ Ἐλέου βωμὸν ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν καταφεύγοντα, ἵνα τὴν πολυθρύλητον ἀρετὴν δηλαδὴ ἐπὶ τὸ ὄρθιον ἱδρῶτι πολλῷ ἀνελθὼν ἴδῃ κᾆτα δι᾽ ὅλου πονήσας τοῦ βίου εὐδαιμονήσῃ μετὰ τὸν βίον;
Καίτοι τίς ἂν κριτὴς δικαιότερος δόξειεν αὐτοῦ ἐκείνου, ὃς τὰ παρὰ τῆς Στοᾶς εἰδώς, εἰ καί τις ἄλλος, καὶ μόνον τέως τὸ καλὸν ἀγαθὸν οἰόμενος εἶναι, μεταμαθὼν ὡς κακὸν ὁ πόνος ἦν, τὸ βέλτιον ἐξ ἀμφοῖν δοκιμάσας εἵλετο; ἑώρα γάρ, οἶμαι, τούτους περὶ τοῦ καρτερεῖν καὶ ἀνέχεσθαι τοὺς πόνους πολλὰ διεξιόντας, ἰδίᾳ δὲ τὴν Ἡδονὴν θεραπεύοντας, καὶ μέχρι τοῦ λόγου νεανιευομένους, οἴκοι δὲ κατὰ τοὺς τῆς Ἡδονῆς νόμους βιοῦντας, αἰσχυνομένους μὲν εἰ φανοῦνται χαλῶντες τοῦ τόνου καὶ προδιδόντες τὸ δόγμα, πεπονθότας δὲ ἀθλίους τὸ τοῦ Ταντάλου, καὶ ἔνθα ἂν λήσειν καὶ ἀσφαλῶς παρανομήσειν ἐλπίσωσιν, χανδὸν ἐμπιμπλαμένους τοῦ ἡδέος. εἰ γοῦν τις αὐτοῖς τὸν τοῦ Γύγου δακτύλιον ἔδωκεν, ὡς περιθεμένους μὴ ὁρᾶσθαι, ἢ τὴν τοῦ Ἄϊδος κυνῆν, εὖ οἶδ᾽ ὅτι μακρὰ χαίρειν τοῖς πόνοις φράσαντες ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν ὠθοῦντο ἂν καὶ ἐμιμοῦντο ἅπαντες τὸν Διονύσιον, ὃς μέχρι μὲν τῆς νόσου ἤλπιζεν ὠφελήσειν τι αὐτὸν τοὺς περὶ τῆς καρτερίας λόγους· ἐπεὶ δὲ ἤλγησεν καὶ ἐνόσησεν καὶ ὁ πόνος ἀληθέστερος αὐτοῦ καθίκετο, ἰδὼν τὸ σῶμα τὸ ἑαυτοῦ ἀντιφιλοσοφοῦν τῇ Στοᾷ καὶ τἀναντία δογματίζον, αὐτῷ μᾶλλον ἢ τούτοις ἐπίστευσεν καὶ ἔγνω ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀνθρώπου σῶμα ἔχων, καὶ διετέλεσεν οὐχ ὡς ἀνδριάντι αὐτῷ χρώμενος, εἰδὼς ὅτι ὃς ἂν ἄλλως λέγῃ καὶ Ἡδονῆς κατηγορῇ,
λόγοισι χαίρει, τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ᾽ ἔχει.
Εἴρηκα· ὑμεῖς δ᾽ ἐπὶ τούτοις ψηφοφορήσατε.
ΣΤΟΑ
[22] Μηδαμῶς, ἀλλ᾽ ὀλίγα μοι συνερωτῆσαι ἐπιτρέψατε.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ἐρώτησον· ἀποκρινοῦμαι γάρ.
ΣΤΟΑ
Κακὸν ἡγῇ τὸν πόνον;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ναί.
ΣΤΟΑ
Τὴν ἡδονὴν δὲ ἀγαθόν;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Πάνυ μὲν οὖν.
ΣΤΟΑ
Τί δέ; οἶσθα τί διάφορον καὶ ἀδιάφορον καὶ προηγμένον καὶ ἀποπροηγμένον;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Μάλιστα.
ΕΡΜΗΣ
Οὔ φασιν, ὦ Στοά, συνιέναι οἱ δικασταὶ τὰ δισύλλαβα ταῦτα ἐρωτήματα· ὥστε ἡσυχίαν ἄγετε. ψηφοφοροῦσι γάρ.
ΣΤΟΑ
Καὶ μὴν ἐκράτησα ἄν, εἰ συνηρώτησα ἐν τῷ τρίτῳ τῶν ἀναποδείκτων σχήματι.
ΔΙΚΗ
Τίς ὑπερέσχεν;
ΕΡΜΗΣ
Πάσαις ἡ Ἡδονή.
ΣΤΟΑ
Ἐφίημι ἐπὶ τὸν Δία.
ΔΙΚΗ
Τύχῃ τῇ ἀγαθῇ. σὺ δὲ ἄλλους κάλει.


ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
[21] Δεν θα σας ειπώ πολλά, ω άνδρες δικασταί, γιατί και δεν μου χρειάζονται πολλά. Αν ήταν αλήθεια ότι η Ηδονή, με ξόρκια και με φάρμακα, κατάφερε τον Διονύσιο, που τον λέει η Στοά δικό της εραστή, να την αφήσει και να γίνει δικός της, θα πει πως θα ήταν μάγισσα, και θα την είχαν δικάσει τα δικαστήρια για φαρμακεία και για μαγγανείες. Αν όμως ένας ελεύθερος άνθρωπος, που ζει σε μια ελεύθερη πόλη και ξέρει τί επιτρέπουν και τί απαγορεύουν οι νόμοι της, σιχαθεί την αηδία αυτής εδώ και θεωρήσει ως ανοησίες αυτά που λέει, ότι δηλαδή η ευδαιμονία βρίσκεται μέσα στον πόνο, κι αποφασίσει ν᾽ απομακρυνθεί πια από τα μπερδεμένα κι όμοια με λαβύρινθους λόγια της και τρέξει με λαχτάρα προς την ηδονή, σα να ᾽σπασε τα δεσμά και τα δίχτυα των λόγων, με την πολύ σωστή πεποίθηση ότι ο πόνος είναι πικρός κι η ηδονή γλυκιά — τί θα ᾽πρεπε, σας παρακαλώ, να κάμουμε; Να τον διώξουμε τον άνθρωπον αυτό, που μοιάζει με ναυαγό που πλησιάζει σε λιμάνι και λαχταρά για τη γαλήνη, να τον ρίξουμε πάλι στον πόνο και στις αγωνίες, ενώ έρχεται στην Ηδονή και πέφτει στα πόδια ωσάν μπροστά στον βωμό της Συμπόνιας; Να τον αφήσουμε ν᾽ ανεβαίνει ιδροκοπώντας τον ανήφορο για να ιδεί την Αρετή, και να βασανιστεί σ᾽ όλη του τη ζωή, για να γνωρίσει την ευτυχία, όταν θά ᾽ρθει πια ο θάνατος; Άλλωστε, ποιός μπορεί να είναι δικαιότερος κριτής απ᾽ αυτόν τον ίδιο, που ενώ ήξερε τις συνήθειες της Στοάς καλύτερα από κάθε άλλον κι ενώ, ως τώρα, ενόμιζε ότι καλό είναι μόνον η Αρετή, άλλαξε ύστερα μόνος του γνώμη, και βλέποντας ότι ο πόνος είναι σκληρός, διάλεξε ύστερ᾽ από τη δοκιμή, το καλύτερ᾽ από τα δυο; Γιατί μου φαίνεται πως έβλεπε και τους άλλους που έλεγαν ένα σωρό εγκώμια για τους πόνους και την καρτερικότητα, να περιποιούνται στα κρυφά την Ηδονή, στα λόγια να είναι γεμάτοι θάρρος, αλλά στο σπίτι τους να ζουν σύμφωνα με τους νόμους της Ηδονής και να ντρέπονται μη φανούν πως προδίδουν τις αρχές τους, να ᾽χουν πάθει την τιμωρία του Ταντάλου, κι όπου καταλάβουν πως μπορούν να παρανομήσουν, χωρίς να τους μυριστεί κανένας, εκεί να πέφτουν με τα μούτρα στις απολαύσεις. Αν τους έδινε κανείς το δαχτυλίδι του Γύγη ή την περικεφαλαία του Πλούτωνος, να τη φορούν και να γίνονται αόρατοι, είμαι βέβαιος ότι θ᾽ άφηναν γεια στους πόνους και θα ᾽τρεχαν στην Ηδονή, απαράλλαχτα όπως έκαμε κι αυτός ο Διονύσιος. Ως την ημέρα που αρρώστησε, θαρρούσε ο κακόμοιρος ότι θα ᾽βρισκε κάποια ωφέλεια απ᾽ όσα του ᾽λεγαν για την καρτερία και τη στωικότητα. Όταν όμως αρρώστησε και πόνεσε, κι αισθάνθηκε ότι ο πόνος είναι περισσότερο πραγματικός από τα λόγια, κι είδε ότι το σώμα του το ίδιο φιλοσοφούσε αντίθετα από τη Στοά, πίστεψε ο άνθρωπος περισσότερο το σώμα του παρά αυτούς τους κυρίους, και κατάλαβε ότι είναι άνθρωπος, κι έχει ανθρώπινο κορμί, κι ότι δεν πρέπει να το μεταχειρίζεται σαν άγαλμα. Κι όποιος λέει πως έχει αντίθετη γνώμη και κατηγορεί την ηδονή, να ξέρετε ότι «με λόγια χορταίνει, τον νου του όμως τον έχει πάντα εκεί». Αυτά είχα να πω. Δεν έχετε παρά να ψηφίσετε.
ΣΤΟΑ
[22] Όχι, σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάμω μερικές ερωτήσεις.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Κάμε και θα σου απαντήσω.
ΣΤΟΑ
Νομίζεις ότι ο πόνος είναι κάτι κακό;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ναι.
ΣΤΟΑ
Κι η ηδονή κάτι καλό;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Μάλιστα.
ΣΤΟΑ
Ξέρεις τί είναι «διάφορον» και τί «αδιάφορον», τί είναι «προηγμένον» και τί «αποπροηγμένον»;
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ξέρω.
ΕΡΜΗΣ
Στάσου, Στοά. Οι δικασταί λεν ότι δεν καταλαβαίνουν γρι απ᾽ αυτά τα διφορούμενα ερωτήματα. Καθίστε λοιπόν κάτω, γιατί τώρα θα ψηφίσουν.
ΣΤΟΑ
Θα νικούσα, αν έκανα μια ερώτηση με το τρίτο από τ᾽ αναπόδεικτα σχήματα.
ΔΙΚΗ
Ποιός νίκησε;
ΕΡΜΗΣ
Η Ηδονή με παμψηφία.
ΣΤΟΑ
Κάνω έφεση στον Δία.
ΔΙΚΗ
Όπως θέλεις. Φώναξε άλλους.