Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δραπέται (12-14)


ΖΕΥΣ
[12] Οὐδέπω μοι λέγεις, ὦ Φιλοσοφία, τίνα ἠδίκησαι, ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Καὶ μὴν ἄκουε, ὦ Ζεῦ, ἡλίκα ἐστίν. μιαρὸν γάρ τι φῦλον ἀνθρώπων καὶ ὡς τὸ πολὺ δουλικὸν καὶ θητικόν, οὐ ξυγγενόμενον ἡμῖν ἐκ παίδων ὑπ᾽ ἀσχολίας· ἐδούλευεν γὰρ ἢ ἐθήτευεν ἢ ἄλλας τινὰς τέχνας οἵας εἰκὸς τοὺς τοιούτους ἐμάνθανεν, σκυτεύειν ἢ τεκταίνειν ἢ περὶ πλυνοὺς ἔχειν ἢ ἔρια ξαίνειν, ὡς εὐεργὰ εἴη ταῖς γυναιξὶν καὶ εὐμήρυτα καὶ κατάγοιτο εὐμαρῶς ὁπότε ἢ κρόκην ἐκεῖναι στρέφοιεν ἢ μίτον κλώθοιεν. τοιαῦτα τοίνυν ἐν παισὶ μελετῶντες οὐδὲ ὄνομα τὸ ἡμέτερον ᾔδεσαν. ἐπεὶ δὲ εἰς ἄνδρας τελεῖν ἤρξαντο καὶ κατεῖδον τὴν αἰδῶ, ὅση παρὰ τῶν πολλῶν ἐστιν τοῖς ἑταίροις τοῖς ἐμοῖς, καὶ ὡς ἀνέχονται οἱ ἄνθρωποι τὴν παρρησίαν αὐτῶν καὶ χαίρουσιν θεραπευόμενοι καὶ συμβουλεύουσι πείθονται καὶ ἐπιτιμώντων ὑποπτήσσουσι, ταῦτα πάντα τυραννίδα οὐ μικρὰν ἡγοῦντο εἶναι.
[13] Τὸ μὲν δὴ μανθάνειν ὅσα τῇ τοιαύτῃ προαιρέσει πρόσφορα μακρὸν ἦν, μᾶλλον δὲ κομιδῇ ἀδύνατον, αἱ τέχναι δὲ γλίσχραι, καὶ σὺν πόνῳ καὶ μόγις ἱκανὰ παρέχειν ἐδύναντο. ἐνίοις δὲ καὶ ἡ δουλεία βαρὺ καί (ὥσπερ οὖν ἐστιν) ἀφόρητον ἐφαίνετο. ἔδοξε δὴ σκοπουμένοις τὴν ὑστάτην ἄγκυραν, ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασιν, καθιέναι, καὶ ἐπὶ τὴν βελτίστην ἀπόνοιαν ὁρμήσαντες, ἔτι τε καὶ τόλμαν καὶ ἀμαθίαν καὶ ἀναισχυντίαν προσπαρακαλέσαντες, αἵπερ αὐτοῖς μάλιστα συναγωνίζονται, καὶ λοιδορίας καινὰς ἐκμελετήσαντες, ὡς πρόχειροι εἶεν καὶ ἀνὰ στόμα, ταύτας μόνας ξυμβολὰς ἔχοντες —ὁρᾷς ὁποῖα πρὸς φιλοσοφίαν ἐφόδια;— σχηματίζουσιν καὶ μετακοσμοῦσιν αὑτοὺς εὖ μάλα εἰκότως καὶ πρὸς ἐμέ, οἷόν τι ἀμέλει ὁ Αἴσωπός φησι ποιῆσαι τὸν ἐν τῇ Κύμῃ ὄνον, ὃς λεοντῆν περιβαλόμενος καὶ τραχὺ ὀγκώμενος ἠξίου λέων καὶ αὐτὸς εἶναι· καί πού τινες καὶ ἦσαν ἴσως οἱ πιστεύοντες αὐτῷ.
[14] Τὰ δ᾽ ἡμέτερα πάνυ ῥᾷστα, ὡς οἶσθα, καὶ ἐς μίμησιν πρόχειρα —τὰ προφανῆ λέγω— καὶ οὐ πολλῆς τῆς πραγματείας δεῖ τριβώνιον περιβαλέσθαι καὶ πήραν ἐξαρτήσασθαι καὶ ξύλον ἐν τῇ χειρὶ ἔχειν καὶ βοᾶν, μᾶλλον δὲ ὀγκᾶσθαι ἢ ὑλακτεῖν, καὶ λοιδορεῖσθαι ἅπασιν· τὴν ἀσφάλειαν γὰρ αὐτοῖς τοῦ μηδὲν ἐπὶ τούτῳ παθεῖν ἡ πρὸς τὸ σχῆμα αἰδὼς παρέξειν ἔμελλεν. ἡ ἐλευθερία δὲ πρόχειρος ἄκοντος τοῦ δεσπότου, κἂν εἰ βούλοιτο ἀπάγειν, παταχθησομένου τῷ ξύλῳ. καὶ τὰ ἄλφιτα οὐκέτ᾽ ὀλίγα οὐδὲ ὡς πρὸ τοῦ μᾶζα ψιλή, τὸ δὲ ὄψον οὐ τάριχος ἢ θύμον, ἀλλὰ κρέα παντοδαπὰ καὶ οἶνος οἷος ἥδιστος, καὶ χρυσίον παρ᾽ ὅτου ἂν ἐθέλωσι· δασμολογοῦσι γὰρ ἐπιφοιτῶντες ἤ, ὡς αὐτοί φασιν, ἀποκείρουσιν τὰ πρόβατα, δώσειν τε πολλοὺς οἴονται ἢ αἰδοῖ τοῦ σχήματος ἢ δέει τοῦ μὴ ἀκοῦσαι κακῶς.


ΔΙΑΣ
[12] Μέχρι στιγμής δεν μου λες, Φιλοσοφία, σε τί έχεις αδικηθεί· απλώς εκφράζεις μόνο την αγανάκτησή σου.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Άκου λοιπόν, Δία, πόσο φοβερά είναι τα πράγματα. Μια απαίσια φυλή ανθρώπων, αποτελούμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος της από δούλους και υπηρέτες, που δεν έκαναν συντροφιά μαζί μας από παιδιά εξαιτίας των πολλών ασχολιών τους, μια και εκτελούσαν έργο δούλων ή υπηρετών ή μάθαιναν κάποιες άλλες τέχνες, από αυτές που είναι φυσικό να μαθαίνουν τέτοιου είδους άνθρωποι, δηλαδή να φτιάχνουν παπούτσια ή να είναι ξυλουργοί ή να ασχολούνται με το πλύσιμο στη σκάφη ή να λαναρίζουν το μαλλί, για να είναι στη διάθεση των γυναικών καλά επεξεργασμένο και να γνέθεται άνετα και να κατεβαίνει εύκολα, κάθε φορά που εκείνες στρίβουν το υφάδι ή κλώθουν το νήμα. Επειδή λοιπόν από παιδιά ασχολούνταν με τέτοιου είδους πράγματα, δεν ήξεραν ούτε καν το όνομα το δικό μας. Όταν όμως έφτασαν στην ανδρική ηλικία και διαπίστωσαν πόσο μεγάλο σεβασμό δείχνει ο πολύς κόσμος στους συντρόφους τους δικούς μου, και πώς οι άνθρωποι ανέχονται την ελεύθερη έκφραση της γνώμης τους και χαίρονται με τις φιλοφρονήσεις τους και πείθονται στις συμβουλές τους και συστέλλονται με τις επιπλήξεις τους, όλα αυτά τα θεώρησαν μια κυριαρχική εξουσία καθόλου ευκαταφρόνητη.
[13] Το να μάθουν βέβαια όσα ήταν απαραίτητα για μια τέτοια επιλογή θα ήταν κάτι μακροχρόνιο, ή καλύτερα εντελώς αδύνατο. Άλλωστε οι τέχνες ήταν φτωχικές, και με πολύ κόπο, και μόλις και μετά βίας τούς προμήθευαν τα απαραίτητα. Σε μερικούς μάλιστα και η δουλεία φαινόταν βαριά και (όπως πραγματικά είναι) αφόρητη. Παρατηρώντας τα λοιπόν αποφάσισαν να ρίξουν την τελευταία άγκυρα, αυτήν που οι ναυτικοί αποκαλούν «ιερή», και άραξαν στην εξαίρετη παραφροσύνη, προσκαλώντας συνάμα και τη θρασύτητα και την αμάθεια και την αδιαντροπιά, που είναι οι κυριότεροι σύντροφοι τους στους αγώνες. Εξασκήθηκαν καλά σε κάποιες καινούριες βρισιές, για να τις έχουν πρόχειρες και έτοιμες στο στόμα τους, και έχοντας μόνο αυτές ως συνεισφορά —βλέπεις τί είδους εφόδια, κατάλληλα για τη φιλοσοφία;— διαμορφώνουν και προσαρμόζουν με μεγάλη επιτυχία τους εαυτούς τους έτσι ώστε να μοιάζουν σ᾽ εμένα, όπως ακριβώς λέει ο Αίσωπος πως έκανε στην Κύμη ο γάιδαρος που, φορώντας ένα δέρμα λιονταριού και γκαρίζοντας άγρια, παρουσιαζόταν σαν να είναι και ο ίδιος λιοντάρι· και μπορεί να υπήρχαν και μερικοί που να τον πίστευαν.
[14] Τα δικά μου είναι πολύ εύκολα, όπως ξέρεις, και προσιτά σε μίμηση —εννοώ τα εμφανή— και δεν χρειάζεται μεγάλη διαδικασία για να φορέσει κανείς ένα τριμμένο πανωφόρι, να κρεμάσει στον ώμο ένα σακούλι, να πάρει στο χέρι ένα ξύλο και να αρχίσει να φωνάζει, ή καλύτερα να γκαρίζει ή να γαβγίζει, και να κακολογεί τους πάντες. Άλλωστε τη βεβαιότητα πως δεν θα πάθαιναν τίποτε κακό μ᾽ αυτή τη συμπεριφορά την εξασφάλιζε ο σεβασμός για την εξωτερική τους εμφάνιση. Η ελευθερία ήταν στη διάθεσή τους χωρίς τη θέληση του αφεντικού τους, που, ακόμη κι αν ήθελε να τους ξαναφέρει πίσω, θα δεχόταν χτυπήματα με το ξύλο. Και η τροφή τους δεν ήταν πια λιγοστή ούτε, όπως πρωτύτερα, σκέτο κριθαρένιο ψωμί, και το προσφάι τους όχι πια παστό ψάρι ή θυμάρι με μέλι και ξύδι, αλλά κάθε λογής κρέατα και το πιο γλυκό κρασί, και χρυσάφι από οποιονδήποτε ήθελαν, μια και επισκέπτονται τακτικά και φορολογούνε ή, όπως λένε οι ίδιοι, «κουρεύουνε τα πρόβατα». Και πιστεύουν πως πολλοί θα δώσουν, είτε από σεβασμό στην εμφάνισή τους είτε από φόβο μήπως ακούσουνε λόγια προσβλητικά.