Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Ἁλιεὺς ἢ Ἀναβιοῦντες (47-48)


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[47] Ἔσται ταῦτα, ὦ Φιλοσοφία, καὶ ὄψει αὐτίκα μάλα τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἢ πιθηκοφόρους, ὀλίγους δὲ καὶ ἐστεφανωμένους· εἰ βούλεσθε μέντοι, κἀνταῦθα ὑμῖν ἀνάξω τινὰς ἤδη αὐτῶν.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Πῶς λέγεις; ἀνάξεις τοὺς φυγόντας;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Καὶ μάλα, ἤνπερ ἡ ἱέρειά μοι ἐθελήσῃ πρὸς ὀλίγον χρῆσαι τὴν ὁρμιὰν ἐκείνην καὶ τὸ ἄγκιστρον, ὅπερ ὁ ἁλιεὺς ἀνέθηκεν ὁ ἐκ Πειραιῶς.
ΙΕΡΕΙΑ
Ἰδοὺ δὴ λαβέ, καὶ τὸν κάλαμόν γε ἅμα, ὡς πάντα ἔχῃς.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Οὐκοῦν, ὦ ἱέρεια, καὶ ἰσχάδας μοί τινας δὸς ἀνύσασα καὶ ὀλίγον τοῦ χρυσίου.
ΙΕΡΕΙΑ
Λάμβανε.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τί πράττειν ἁνὴρ διανοεῖται; δελεάσας τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι καὶ τῷ χρυσίῳ καθεζόμενος ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ τειχίου καθῆκεν εἰς τὴν πόλιν. τί ταῦτα, ὦ Παρρησιάδη, ποιεῖς; ἦ που τοὺς λίθους ἁλιεύσειν διέγνωκας ἐκ τοῦ Πελασγικοῦ;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Σιώπησον, ὦ Φιλοσοφία, καὶ τὴν ἄγραν περίμενε· σὺ δέ, ὦ Πόσειδον ἀγρεῦ καὶ Ἀμφιτρίτη φίλη, πολλοὺς ἡμῖν ἀνάπεμπε τῶν ἰχθύων. [48] ἀλλ᾽ ὁρῶ τινα λάβρακα εὐμεγέθη, μᾶλλον δὲ χρύσοφρυν· οὐκ, ἀλλὰ γαλεός ἐστιν. πρόσεισι γοῦν τῷ ἀγκίστρῳ κεχηνώς· ὤσφραται τοῦ χρυσίου· πλησίον ἤδη ἐστίν· ἔψαυσεν· εἴληπται· ἀνασπάσωμεν. καὶ σύ, ὦ Ἔλεγχε, ἀνάσπα· Ἔλεγχε, συνεπιλαβοῦ τῆς ὁρμιᾶς.
ΕΛΕΓΧΟΣ
Ἄνω ἐστί. φέρ᾽ ἴδω τίς εἶ, ὦ βέλτιστε ἰχθύων; κύων οὗτός γε. Ἡράκλεις τῶν ὀδόντων. τί τοῦτο, ὦ γενναιότατε; εἴληψαι λιχνεύων περὶ τὰς πέτρας, ἔνθα λήσειν ἤλπισας ὑποδεδυκώς; ἀλλὰ νῦν ἔσῃ φανερὸς ἅπασιν ἐκ τῶν βραγχίων ἀπηρτημένος. ἐξέλωμεν τὸ ἄγκιστρον καὶ τὸ δέλεαρ. μὰ Δί᾽ ἔπιεν. τουτὶ κενόν σοι τὸ ἄγκιστρον· ἡ δ᾽ ἰσχὰς ἤδη προσέσχηται καὶ τὸ χρυσίον ἐν τῇ κοιλίᾳ.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Ἐξεμεσάτω νὴ Δία, ὡς καὶ ἐπ᾽ ἄλλους δελεάσωμεν. εὖ ἔχει· τί φής, ὦ Διόγενες; οἶσθα τοῦτον ὅστις ἐστίν, ἢ προσήκει τί σοι ἁνήρ;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Οὐδαμῶς.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Τί οὖν; πόσου ἄξιον αὐτὸν χρὴ φάναι; ἐγὼ μὲν γὰρ δύ᾽ ὀβολῶν πρῴην αὐτὸν ἐτιμησάμην.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Πολὺ λέγεις· ἄβρωτός τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος· ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας· σὺ δὲ ἄλλον ἀνάσπασον καθεὶς τὸ ἄγκιστρον. ἐκεῖνο μέντοι· ὅρα, ὦ Παρρησιάδη, μὴ καμπτόμενός σοι ὁ κάλαμος ἀποκλασθῇ.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Θάρρει, ὦ Διόγενες· κοῦφοί εἰσι καὶ τῶν ἀφύων ἐλαφρότεροι.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Νὴ Δί᾽, ἀφυέστατοί γε· ἀνάσπα δὲ ὅμως.


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[47] Θα γίνουν αυτά, Φιλοσοφία, και πολύ σύντομα θα δεις τους περισσότερους απ᾽ αυτούς αλεπουδοσημαδεμένους ή πιθηκοσημαδεμένους, ενώ λίγους θα τους δεις στεφανωμένους. Αν όμως θέλετε, μπορώ και τώρα να σας ανεβάσω εδώ μερικούς απ᾽ αυτούς.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τί λες; Θα μπορέσεις να ανεβάσεις τους φυγάδες;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Βεβαιότατα, αν η ιέρεια προθυμοποιηθεί να μου δανείσει για λίγο εκείνη την πετονιά και το αγκίστρι, που πρόσφερε ως αφιέρωμα ο ψαράς από τον Πειραιά.
ΙΕΡΕΙΑ
Νά λοιπόν, πάρ᾽ τα, ακόμη και το καλάμι μαζί, για να έχεις όλα τα σύνεργα.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Λοιπόν, ιέρεια, δώσε μου γρήγορα και μερικά ξεραμένα σύκα και λίγο από το χρυσάφι.
ΙΕΡΕΙΑ
Πάρ᾽ τα.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τί σκέφτεται να κάνει αυτός ο άνθρωπος; Έβαλε δόλωμα στο αγκίστρι ένα ξεραμένο σύκο και το χρυσάφι, κάθισε στην άκρη του τείχους, και κατέβασε την πετονιά στην πόλη. Γιατί το κάνεις αυτό, Παρρησιάδη; Μήπως τάχα αποφάσισες να ψαρέψεις τις πέτρες από το Πελασγικό;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Σώπα, Φιλοσοφία, και περίμενε την ψαριά. Κι εσύ, Ποσειδώνα κυνηγέ και Αμφιτρίτη αγαπητή μου, στείλε μας επάνω πολλά ψάρια. [48] Βλέπω όμως ένα μεγάλο λαβράκι, ή μάλλον μια χρυσόφρυδη τσιπούρα· όχι, όχι, είναι γαλέος. Πλησιάζει στο αγκίστρι με το στόμα ορθάνοιχτο· μυρίζει το χρυσάφι· τώρα έφτασε δίπλα· τσίμπησε, πιάστηκε· ας το τραβήξουμε πάνω. Κι εσύ, Έλεγχε, τράβα. Έλεγχε, πιάσε κι εσύ την πετονιά μαζί μου.
ΕΛΕΓΧΟΣ
Έφτασε πάνω. Γιά να δω ποιός είσαι, λεβέντικο ψάρι μου; Αυτό είναι σκυλόψαρο. Ηρακλή μου, τί δόντια! Τί έπαθες, γενναίε μου; Πιάστηκες, ενώ καλότρωγες λαίμαργα γύρω από τις πέτρες, όπου χώθηκες και περίμενες πως δεν θα σε πρόσεχαν; Τώρα όμως θα σε δούνε οι πάντες κρεμασμένο από τα βράγχια. Ας βγάλουμε το αγκίστρι και το δόλωμα. Μά τον Δία, το κατάπιε. Νά το, άδειο είναι το αγκίστρι σου· και το ξεραμένο σύκο καταβροχθίστηκε και το χρυσάφι βρίσκεται στην κοιλιά του.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Να τα ξεράσει, μά τον Δία, ώστε να τα δολώσουμε και για άλλους. Ωραία! Τί λες, Διογένη; Τον γνωρίζεις αυτόν, ποιός είναι; Έχει καμιά σχέση ο άνθρωπος αυτός μ᾽ εσένα;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Απολύτως καμιά.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Τί λοιπόν; Πόσο θα πρέπει να πούμε πως αξίζει; Εγώ πάντως τον κοστολόγησα προηγουμένως δύο οβολούς.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Πολλά είναι. Αυτός είναι και ακατάλληλος για φαγητό και αποκρουστικός και σκληρός και άχρηστος. Άφησε τον να πέσει με το κεφάλι κάτω από τον βράχο. Κι εσύ ρίξε το αγκίστρι και τράβα επάνω κάποιον άλλο. Προσοχή όμως: έχε τον νου σου, Παρρησιάδη, μήπως το καλάμι σού σπάσει από το λύγισμα.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Μη φοβάσαι, Διογένη· είναι ανάλαφροι, και ελαφρότεροι από τα αφρόψαρα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ναι, μά τον Δία, και πολύ αλαφρόμυαλοι μάλιστα. Τράβα όμως.