Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Παναθηναϊκός (12) (16-25)


[16] Καὶ τί δεῖ θαυμάζειν τῶν πρὸς ἁπάσας τὰς ὑπεροχὰς οὕτω διακεῖσθαι πεφυκότων, ὅπου καὶ τῶν οἰομένων διαφέρειν καὶ ζηλούντων ἐμὲ καὶ μιμεῖσθαι γλιχομένων τινὲς ἔτι δυσμενέστερον ἔχουσί μοι τῶν ἰδιωτῶν; Ὧν τίνας ἄν τις εὕροι πονηροτέρους, —εἰρήσεται γὰρ, εἰ καί τισιν δόξω νεώτερα καὶ βαρύτερα λέγειν τῆς ἡλικίας—, οἵτινες οὔτε φράζειν οὐδὲν μέρος ἔχοντες τοῖς μαθηταῖς τῶν εἰρημένων ὑπ᾽ ἐμοῦ, τοῖς τε λόγοις παραδείγμασι χρώμενοι τοῖς ἐμοῖς καὶ ζῶντες ἐντεῦθεν τοσούτου δέουσι χάριν ἔχειν τούτων, ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἀμελεῖν ἡμῶν ἐθέλουσιν, ἀλλ᾽ ἀεί τι φλαῦρον περὶ ἐμοῦ λέγουσιν; [17] Ἕως μὲν οὖν τοὺς λόγους ἡμῶν ἐλυμαίνοντο, παραναγιγνώσκοντες ὡς δυνατὸν κάκιστα τοῖς αὑτῶν καὶ διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες, οὐδὲν ἐφρόντιζον τῶν ἀπαγγελλομένων, ἀλλὰ ῥᾳθύμως εἶχον· μικρὸν δὲ πρὸ τῶν Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἠχθέσθην δι᾽ αὐτούς. [18] Ἀπαντήσαντες γάρ τινές μοι τῶν ἐπιτηδείων ἔλεγον ὡς ἐν τῷ Λυκείῳ συγκαθεζόμενοι τρεῖς ἢ τέτταρες τῶν ἀγελαίων σοφιστῶν καὶ πάντα φασκόντων εἰδέναι καὶ ταχέως πανταχοῦ γιγνομένων διαλέγοιντο περί τε τῶν ἄλλων ποιητῶν καὶ τῆς Ἡσιόδου καὶ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως, οὐδὲν μὲν παρ᾽ αὑτῶν λέγοντες, τὰ δ᾽ ἐκείνων ῥαψῳδοῦντες καὶ τῶν πρότερον ἄλλοις τισὶν εἰρημένων τὰ χαριέστατα μνημονεύοντες· [19] ἀποδεξαμένων δὲ τῶν περιεστώτων τὴν διατριβὴν αὐτῶν, ἕνα τὸν τολμηρότατον ἐπιχειρῆσαι με διαβάλλειν, λέγονθ᾽ ὡς ἐγὼ πάντων καταφρονῶ τῶν τοιούτων, καὶ τάς τε φιλοσοφίας τὰς τῶν ἄλλων καὶ τὰς παιδείας ἁπάσας ἀναιρῶ, καὶ φημὶ πάντας ληρεῖν πλὴν τοὺς μετεσχηκότας τῆς ἐμῆς διατριβῆς· τούτων δὲ ῥηθέντων ἀηδῶς τινας τῶν παρόντων διατεθῆναι πρὸς ἡμᾶς. [20] Ὡς μὲν οὖν ἐλυπήθην καὶ συνεταράχθην ἀκούσας ἀποδέξασθαί τινας τοὺς λόγους τούτους, οὐκ ἂν δυναίμην εἰπεῖν· ᾤμην γὰρ οὕτως ἐπιφανὴς εἶναι τοῖς ἀλαζονευομένοις πολεμῶν καὶ περὶ ἐμαυτοῦ μετρίως διειλεγμένος, μᾶλλον δὲ ταπεινῶς, ὥστε μηδέν᾽ ἄν ποτε γενέσθαι πιστὸν τῶν λεγόντων ὡς ἐγὼ τοιαύταις ἀλαζονείαις ἐχρησάμην. [21] Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἀλόγως ὠδυράμην ἐν ἀρχῇ τὴν ἀτυχίαν τὴν παρακολουθοῦσάν μοι πάντα τὸν χρόνον ἐν τοῖς τοιούτοις· αὕτη γάρ ἐστιν αἰτία καὶ τῆς ψευδολογίας τῆς περί με γιγνομένης καὶ τῶν διαβολῶν καὶ τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μὴ δύνασθαί με τυχεῖν τῆς δόξης ἧς ἄξιός εἰμι, μηδὲ τῆς ὁμολογουμένης, μηδ᾽ ἣν ἔχουσί τινες τῶν πεπλησιακότων μοι καὶ πανταχῇ τεθεωρηκότων ἡμᾶς. [22] Ταῦτα μὲν οὖν οὐχ οἷόν τ᾽ ἄλλως ἔχειν, ἀλλ᾽ ἀνάγκη στέργειν τοῖς ἤδη συμβεβηκόσιν. Πολλῶν δέ μοι λόγων ἐφεστώτων ἀπορῶ πότερον ἀντικατηγορῶ τῶν εἰθισμένων ἀεί τι ψεύδεσθαι περί μου καὶ λέγειν ἀνεπιτήδειον. Ἀλλ᾽ εἰ φανείην σπουδάζων καὶ πολλοὺς λόγους ποιούμενος περὶ ἀνθρώπων οὓς οὐδεὶς ὑπείληφεν ἀξίους εἶναι λόγου, δικαίως ἂν μωρὸς εἶναι δοκοίην. [23] Ἀλλὰ τούτους ὑπεριδὼν ἀπολογῶμαι πρὸς τοὺς ἀδίκως μοι τῶν ἰδιωτῶν φθονοῦντας, καὶ πειρῶμαι διδάσκειν αὐτοὺς ὡς οὐ δικαίως οὐδὲ προσηκόντως περί μου ταύτην ἔχουσι τὴν γνώμην; Καὶ τίς οὐκ ἂν καταγνοίη μου πολλὴν ἄνοιαν, εἰ τοὺς μηδὲν δι᾽ ἕτερον δυσκόλως πρός με διακειμένους ἢ διὰ τὸ δοκεῖν χαριέντως εἰρηκέναι περί τινων, τούτους οἰηθείην ὁμοίως διαλεχθεὶς ὥσπερ πρότερον παύσειν ἐπὶ τοῖς λεγομένοις λυπουμένους, ἀλλ᾽ οὐ μᾶλλον ἀλγήσειν, ἄλλως τε κἂν φανῶ μηδὲ νῦν πω τηλικοῦτος ὢν [πεπαυμένος] παραληρῶν; [24] Ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ ἐκεῖνο ποιεῖν οὐδεὶς ἄν μοι συμβουλεύσειεν, ἀμελήσαντι τούτων καὶ μεταξὺ καταβαλόντι περαίνειν τὸν λόγον ὃν προῄρημαι, βουλόμενος ἐπιδεῖξαι τὴν πόλιν ἡμῶν πλειόνων ἀγαθῶν αἰτίαν γεγενημένην τοῖς Ἕλλησιν ἢ τὴν Λακεδαιμονίων· εἰ γὰρ τοῦτ᾽ ἤδη ποιοίην, μήτε τέλος ἐπιθεὶς τοῖς γεγραμμένοις μήτε συγκλείσας τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν ἤδη προειρημένων, ὅμοιος ἂν εἶναι δόξαιμι τοῖς εἰκῇ καὶ φορτικῶς καὶ χύδην ὅ τι ἂν ἐπέλθῃ λέγουσιν· ἃ φυλακτέον ἡμῖν ἐστιν. [25] Κράτιστον οὖν ἐξ ἁπάντων τούτων, περὶ ὧν τὸ τελευταῖόν με διέβαλλον ἀποφηνάμενον ἃ δοκεῖ μοι, τότ᾽ ἤδη λέγειν περὶ ὧν ἐξ ἀρχῆς διενοήθην· οἶμαι γὰρ, ἢν ἐξενέγκω γράψας καὶ ποιήσω φανερὰν ἣν ἔχω γνώμην περί τε τῆς παιδείας καὶ τῶν ποιητῶν, παύσειν αὐτοὺς ψευδεῖς πλάττοντας αἰτίας καὶ λέγοντας ὅ τι ἂν τύχωσιν.


[16] Αλλά γιατί πρέπει να εκπλήσσεται κανείς με εκείνους που από τη φύση τους συμπεριφέρονται έτσι σε ανθρώπους που είναι ανώτεροι από τους ίδιους, τη στιγμή που μερικοί και από αυτούς ακόμη που πιστεύουν ότι διαφέρουν από τους άλλους και με συναγωνίζονται και επιθυμούν διακαώς να με μιμηθούν είναι πιο εχθρικοί απέναντί μου ακόμη και από τους απλούς πολίτες. Άραγε είναι δυνατόν να βρει κανείς χειρότερους ανθρώπους από αυτούς; (γιατί θα πω την αλήθεια, έστω και αν φανώ σε μερικούς ότι εκφράζομαι ανάρμοστα και κάπως πικρόχολα για την ηλικία μου). Οι άνθρωποι αυτοί, ενώ δεν είναι ικανοί να διδάξουν τους μαθητές τους ούτε και το ελάχιστο μέρος από αυτά που έχω πει εγώ, και ενώ χρησιμοποιούν τους λόγους μου ως υποδείγματα και ζουν από αυτούς, όχι μόνο δεν νιώθουν την υποχρέωση να είναι ευγνώμονες προς εμένα γι᾽ αυτά, αλλά ούτε καν εννοούν να με αφήσουν ήσυχο· πάντοτε έχουν κάτι κακό να πουν για μένα.
[17] Όσο καιρό λοιπόν λυμαίνονταν τους λόγους μου, διαβάζοντάς τους κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο παράλληλα με τους δικούς τους λόγους, χωρίζοντάς τους λανθασμένα, κατακερματίζοντάς τους και με κάθε τρόπο καταστρέφοντας το νόημά τους, αδιαφορούσα τελείως για τα όσα μου έλεγαν και έμενα απαθής· όμως λίγο πριν από τα Μεγάλα Παναθήναια αγανάκτησα πολύ με αυτούς. [18] Με συνάντησαν κάποιοι φίλοι μου και μου ανέφεραν ότι τρεις ή τέσσερις σοφιστές της πεντάρας, από αυτούς που ισχυρίζονται ότι τα ξέρουν όλα και είναι πανταχού παρόντες, κάθονταν μαζί στο Λύκειο και συζητούσαν γενικά για τους ποιητές, και συγκεκριμένα για την ποίηση του Ησιόδου και του Ομήρου, χωρίς να λένε τίποτε δικό τους, αλλά απαγγέλλοντας τα ποιήματα εκείνων και αναφέροντας τα ωραιότερα αποσπάσματα από έργα παλαιότερων συγγραφέων. [19] Όταν οι ακροατές που ήταν γύρω τους επιδοκίμασαν τα λεγόμενά τους, ένας από τους σοφιστές, ο πιο θρασύς, επιχείρησε να με διαβάλει, λέγοντας ότι εγώ περιφρονώ όλα αυτά, ότι απορρίπτω τις μελέτες των άλλων και όλα τα συστήματα διδασκαλίας τους και πως ισχυρίζομαι ότι όλοι φλυαρούν εκτός από εκείνους που παρακολουθούν τη δική μου διδασκαλία. Ύστερα από αυτά που ελέχθησαν, κάποιοι από τους παρισταμένους διατέθηκαν δυσμενώς απέναντί μου.
[20] Πόσο λοιπόν λυπήθηκα και ταράχτηκα, όταν άκουσα ότι κάποιοι επιδοκίμασαν αυτά τα λόγια, θα μου ήταν αδύνατο να το περιγράψω. Γιατί πίστευα ότι είναι τόσο γνωστό σε όλους ότι κάνω πόλεμο εναντίον των αλαζόνων και ότι για τον εαυτό μου έχω μιλήσει με μετριοφροσύνη, μάλλον με ταπεινοφροσύνη, ώστε κανένας να μην μπορεί ποτέ να γίνει πιστευτός, αν έλεγε ότι εγώ εξεστόμισα τέτοια αλαζονικά λόγια. [21] Αλλά δεν παραπονέθηκα βέβαια χωρίς λόγο στην αρχή για την ατυχία μου, που με ακολουθεί από κοντά συνεχώς στα ζητήματα αυτά. Γιατί αυτή είναι η αιτία για τα ψέματα που λέγονται σε βάρος μου, τις διαβολές, τον φθόνο και την αδυναμία μου να τύχω της υπολήψεως που αξίζω μήτε εκείνης που κανένας δεν μου αμφισβητεί μήτε καν αυτήν που έχουν κάποιοι μαθητές μου οι οποίοι με έχουν γνωρίσει από όλες τις πλευρές. [22] Αυτά πάντως δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν· έτσι, αναγκαστικά θα συμβιβαστώ με τα όσα έχουν ως τώρα συμβεί.
Ενώ όμως πολλά μου έρχονται στον νου να πω, δεν ξέρω τί από τα δύο να κάνω. Να αρχίσω και εγώ να κατηγορώ αυτούς που συνηθίζουν να λένε ψέματα σε βάρος μου και δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου; Αλλά, εάν φανώ ότι το παίρνω στα σοβαρά και γράφω πολλούς λόγους για ανθρώπους που κανένας δεν τους έχει θεωρήσει ως τώρα αξιόλογους, θα με θεωρούσαν ανόητο και δικαιολογημένα. [23] Να περιφρονήσω πάλι αυτούς και να απολογούμαι σ᾽ αυτούς που, καθώς δεν με ξέρουν, με φθονούν άδικα, και να προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι η γνώμη που έχουν σχηματίσει για μένα δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε αυτή που πρέπει; Ποιός όμως τότε δεν θα μου καταλόγιζε μεγάλη ανοησία, εάν πίστευα ότι εκείνοι που με αντιπαθούν, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά γιατί έχω μιλήσει με επιτυχία για κάποια θέματα, θα έπαυαν να λυπούνται για τους λόγους μου και δεν θα τους έκανα να πονέσουν περισσότερο, αν συνέχιζα να τους μιλώ με τον ίδιο τρόπο, όπως ακριβώς και προηγουμένως και μάλιστα εάν φανώ ότι, μήτε και τώρα ακόμη στην ηλικία που βρίσκομαι, δεν λέω ανοησίες;
[24] Επίσης, ούτε και αυτό θα μπορούσε κανείς να με συμβουλεύσει να κάνω, αδιαφορώντας δηλαδή γι᾽ αυτά τα θέματα και αφήνοντάς τα κατά μέρος, να τελειώσω τον λόγο που επέλεξα, επιθυμώντας να αποδείξω ότι η πόλη μας έχει προσφέρει στους Έλληνες περισσότερα αγαθά από όσα η πόλη των Λακεδαιμονίων. Γιατί, αν κάνω τώρα αυτό, χωρίς να τελειώσω τα όσα έχω γράψει μήτε να συνδέσω στενά την αρχή των όσων πρόκειται να πω με το τέλος των όσων έχω πει ως τώρα, θα φαινόμουν πως είμαι όμοιος με εκείνους που λένε ό,τι τους κατέβει, άσκοπα, κατά τρόπο φορτικό και χωρίς ειρμό. Αυτά πρέπει να τα αποφύγω.
[25] Γι᾽ αυτό, το καλύτερο απ᾽ όλα είναι, αφού δώσω πρώτα εξηγήσεις για όσα με διέβαλλαν τελευταία, τότε πια να μιλήσω για όσα εξαρχής είχα σκοπό να πω. Γιατί πιστεύω ότι, αν ανακοινώσω γραπτώς και κάνω γνωστή την άποψή μου για την παιδεία και τους ποιητές, θα πάψουν αυτοί να πλάθουν ψεύτικες κατηγορίες και να λένε ό,τι φτάσουν.