Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Παναθηναϊκός (12) (200-214)


[200] Ἐπηνώρθουν μὲν γὰρ τὸν λόγον τὸν μέχρι τῶν ἀναγνωσθέντων γεγραμμένον μετὰ μειρακίων τριῶν ἢ τεττάρων τῶν εἰθισμένων μοι συνδιατρίβειν· ἐπειδὴ δὲ διεξιοῦσιν ἡμῖν ἐδόκει καλῶς ἔχειν καὶ προσδεῖσθαι τελευτῆς μόνον, ἔδοξέ μοι μεταπέμψασθαί τινα τῶν ἐμοὶ μὲν πεπλησιακότων, ἐν ὀλιγαρχίᾳ δὲ πεπολιτευμένων, προῃρημένων δὲ Λακεδαιμονίους ἐπαινεῖν, ἵν᾽ εἴ τι παρέλαθεν ἡμᾶς ψεῦδος εἰρημένον, ἐκεῖνος κατιδὼν δηλώσειεν ἡμῖν. [201] Ἐλθὼν δ᾽ ὁ κληθεὶς καὶ διαναγνοὺς τὸν λόγον, —τὰ γὰρ μεταξὺ τί δεῖ λέγοντα διατρίβειν;— ἐδυσχέρανε μὲν ἐπ᾽ οὐδενὶ τῶν γεγραμμένων, ἐπῄνεσεν δ᾽ ὡς δυνατὸν μάλιστα, καὶ διελέχθη περὶ ἑκάστου τῶν μερῶν παραπλησίως οἷς ἡμεῖς ἐγιγνώσκομεν· οὐ μὴν ἀλλὰ φανερὸς ἦν οὐχ ἡδέως ἔχων ἐπὶ τοῖς περὶ Λακεδαιμονίων εἰρημένοις [202] Ἐδήλωσεν δὲ διὰ ταχέων· ἐτόλμησε γὰρ εἰπεῖν ὡς εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο πεποιήκασι τοὺς Ἕλληνας ἀγαθὸν, ἀλλ᾽ οὖν ‹δι᾽› ἐκεῖνό γε δικαίως ἂν αὐτοῖς ἅπαντες χάριν ἔχοιεν ὅτι τὰ κάλλιστα τῶν ἐπιτηδευμάτων εὑρόντες αὐτοί τε χρῶνται καὶ τοῖς ἄλλοις κατέδειξαν.
[203] Τοῦτο δὲ ῥηθὲν οὕτω βραχὺ καὶ μικρὸν αἴτιον ἐγένετο τοῦ μήτε καταλῦσαί με τὸν λόγον ἐφ᾽ ὧν ἐβουλήθην, ὑπολαβεῖν θ᾽ ὡς αἰσχρὸν ποιήσω καὶ δεινὸν, εἰ παρὼν περιόψομαί τινα τῶν ἐμοὶ πεπλησιακότων πονηροῖς λόγοις χρώμενον. Ταῦτα δὲ διανοηθεὶς ἠρόμην αὐτὸν εἰ μηδὲν φροντίζει τῶν παρόντων, μηδ᾽ αἰσχύνεται λόγον εἰρηκὼς ἀσεβῆ καὶ ψευδῆ καὶ πολλῶν ἐναντιώσεων μεστόν. [204] «Γνώσει δ᾽ ὡς ἔστιν τοιοῦτος, ἢν ἐρωτήσῃς τινὰς τῶν εὖ φρονούντων, ποῖα τῶν ἐπιτηδευμάτων κάλλιστα νομίζουσιν εἶναι, καὶ μετὰ ταῦτα πόσος χρόνος ἐστὶν ἐξ οὗ Σπαρτιᾶται τυγχάνουσιν ἐν Πελοποννήσῳ κατοικοῦντες. Οὐδεὶς γὰρ ὅστις οὐ τῶν μὲν ἐπιτηδευμάτων προκρίνει τὴν εὐσέβειαν τὴν περὶ τοὺς θεοὺς καὶ τὴν δικαιοσύνην τὴν περὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν φρόνησιν τὴν περὶ τὰς ἄλλας πράξεις, Σπαρτιάτας δ᾽ ἐνταῦθα κατοικεῖν οὐ πλείω φήσουσιν ἐτῶν ἑπτακοσίων. [205] Τούτων δ᾽ οὕτως ἐχόντων εἰ μὲν τυγχάνεις ἀληθῆ λέγων, τούτους φάσκων εὑρετὰς γεγενῆσθαι τῶν καλλίστων ἐπιτηδευμάτων, ἀναγκαῖόν ἐστι τοὺς πολλαῖς γενεαῖς πρότερον γεγονότας πρὶν Σπαρτιάτας ἐνταῦθα κατοικῆσαι, μὴ μετέχειν αὐτῶν, μήτε τοὺς ἐπὶ Τροίαν στρατευσαμένους μήτε τοὺς περὶ Ἡρακλέα καὶ Θησέα γεγονότας μήτε Μίνω τὸν Διὸς μήτε Ῥαδάμανθυν μήτ᾽ Αἰακὸν μήτε τῶν ἄλλων μηδένα τῶν ὑμνουμένων ἐπὶ ταῖς ἀρεταῖς ταύταις, ἀλλὰ ψευδῆ τὴν δόξαν ταύτην ἅπαντας ἔχειν· [206] εἰ δὲ σὺ μὲν φλυαρῶν τυγχάνεις, προσήκει δὲ τοὺς ἀπὸ θεῶν γεγονότας καὶ χρῆσθαι ταύταις μᾶλλον τῶν ἄλλων καὶ καταδεῖξαι τοῖς ἐπιγιγνομένοις, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ μαίνεσθαι δόξεις ἅπασι τοῖς ἀκούσασιν, οὕτως εἰκῇ καὶ παρανόμως οὓς ἂν τύχῃς ἐπαινῶν. Ἔπειτ᾽ εἰ μὲν εὐλόγεις αὐτοὺς μηδὲν ἀκηκοὼς τῶν ἐμῶν, ἐλήρεις μὲν ἂν, οὐ μὴν ἐναντία γε λέγων ἐφαίνου σαυτῷ· [207] νῦν δ᾽ ἐπῃνεκότι σοι τὸν ἐμὸν λόγον, τὸν ἐπιδεικνύντα πολλὰ καὶ δεινὰ Λακεδαιμονίους περί τε τοὺς συγγενεῖς τοὺς αὑτῶν καὶ περὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας διαπεπραγμένους, πῶς οἷόν τ᾽ ἦν ἔτι σοι λέγειν τοὺς ἐνόχους ὄντας τούτοις ὡς τῶν καλλίστων ἐπιτηδευμάτων ἡγεμόνες γεγόνασιν; [208] Πρὸς δὲ τούτοις κἀκεῖνό σε λέληθεν, ὅτι τὰ παραλελειμμένα τῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ τῶν τεχνῶν καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων οὐχ οἱ τυχόντες εὑρίσκουσιν, ἀλλ᾽ οἱ τάς τε φύσεις διαφέροντες καὶ μαθεῖν πλεῖστα τῶν πρότερον εὑρημένων δυνηθέντες καὶ προσέχειν τὸν νοῦν τῷ ζητεῖν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἐθελήσαντες. Ὧν Λακεδαιμόνιοι πλέον ἀπέχουσι τῶν βαρβάρων· [209] οἱ μὲν γὰρ ἂν φανεῖεν πολλῶν εὑρημάτων καὶ μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι γεγονότες, οὗτοι δὲ τοσοῦτον ἀπολελειμμένοι τῆς κοινῆς παιδείας καὶ φιλοσοφίας εἰσὶν ὥστ᾽ οὐδὲ γράμματα μανθάνουσιν, ἃ τηλικαύτην ἔχει δύναμιν ὥστε τοὺς ἐπισταμένους καὶ χρωμένους αὐτοῖς μὴ μόνον ἐμπείρους γίγνεσθαι τῶν ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῆς αὑτῶν πραχθέντων, ἀλλὰ καὶ τῶν πώποτε γενομένων. [210] Ἀλλ᾽ ὅμως σὺ καὶ τοὺς τῶν τοιούτων ἀμαθεῖς ὄντας ἐτόλμησας εἰπεῖν ὡς εὑρεταὶ τῶν καλλίστων ἐπιτηδευμάτων γεγόνασιν, καὶ ταῦτ᾽ εἰδὼς ὅτι τοὺς παῖδας τοὺς αὑτῶν ἐθίζουσιν περὶ τοιαύτας πραγματείας διατρίβειν, ἐξ ὧν ἐλπίζουσιν αὐτοὺς οὐκ εὐεργέτας γενήσεσθαι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ κακῶς ποιεῖν μάλιστα δυνήσεσθαι τοὺς Ἕλληνας. [211] Ἃς πάσας μὲν διεξιὼν πολὺν ὄχλον ἐμαυτῷ τ᾽ ἂν παράσχοιμι καὶ τοῖς ἀκούουσιν, μίαν δὲ μόνον εἰπὼν ἣν ἀγαπῶσι καὶ περὶ ἣν μάλιστα σπουδάζουσιν, οἶμαι δηλώσειν ἅπαντα τὸν τρόπον αὐτῶν. Ἐκεῖνοι γὰρ καθ᾽ ἑκάστην τὴν ἡμέραν εὐθὺς ἐξ εὐνῆς ἐκπέμπουσι τοὺς παῖδας, μεθ᾽ ὧν ἂν ἕκαστοι βουληθῶσιν λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ᾽ ἐπὶ κλωπείαν τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς κατοικούντων· [212] ἐν ᾗ συμβαίνει τοὺς μὲν ληφθέντας ἀργύριον ἀποτίνειν καὶ πληγὰς λαμβάνειν, τοὺς δὲ πλεῖστα κακουργήσαντας καὶ λαθεῖν δυνηθέντας ἔν τε τοῖς παισὶν εὐδοκιμεῖν μᾶλλον τῶν ἄλλων, ἐπειδὰν δ᾽ εἰς ἄνδρας συντελῶσιν, ἢν ἐμμείνωσιν τοῖς ἤθεσιν οἷς παῖδες ὄντες ἐμελέτησαν, ἐγγὺς εἶναι τῶν μεγίστων ἀρχῶν. [213] Καὶ ταύτης ἤν τις ἐπιδείξῃ παιδείαν μᾶλλον ἀγαπωμένην ἢ σπουδαιοτέραν παρ᾽ αὐτοῖς εἶναι νομιζομένην, ὁμολογῶ μηδὲν ἀληθὲς εἰρηκέναι μηδὲ περὶ ἑνὸς πώποτε πράγματος. Καίτοι τί τῶν τοιούτων ἔργων καλόν ἐστιν ἢ σεμνὸν, ἀλλ᾽ οὐκ αἰσχύνης ἄξιον; Πῶς δ᾽ οὐκ ἀνοήτους χρὴ νομίζειν τοὺς ἐπαινοῦντας τοὺς τοσοῦτον τῶν νόμων τῶν κοινῶν ἐξεστηκότας καὶ μηδὲν τῶν αὐτῶν μήτε τοῖς Ἕλλησι μήτε τοῖς βαρβάροις γιγνώσκοντας; [214] Οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι τοὺς κακουργοῦντας καὶ κλέπτοντας πονηροτάτους τῶν οἰκετῶν νομίζουσιν, ἐκεῖνοι δὲ τοὺς ἐν τοῖς τοιούτοις τῶν ἔργων πρωτεύοντας βελτίστους εἶναι τῶν παίδων ὑπολαμβάνουσιν καὶ μάλιστα τιμῶσιν. Καίτοι τίς ἂν τῶν εὖ φρονούντων οὐκ ἂν τρὶς ἀποθανεῖν ἕλοιτο μᾶλλον ἢ διὰ τοιούτων ἐπιτηδευμάτων γνωσθῆναι τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς ποιούμενος;»


[200] Διόρθωνα λοιπόν τον λόγο που είχα γράψει, ως το σημείο που διάβασα, μαζί με τρεις ή τέσσερις νεαρούς που συνήθως μου κάνουν συντροφιά. Όταν τελειώσαμε την ανάγνωση και κρίναμε ότι ήταν καλός, και έλειπε μόνο ο επίλογος, θεώρησα καλό να στείλω να φωνάξω έναν από τους παλαιούς μαθητές μου αναμεμειγμένο στην πολιτική επί ολιγαρχίας και με τάση να επαινεί τους Λακεδαιμονίους, με σκοπό, εάν μας ξέφυγε και είπαμε κάποιαν ανακρίβεια, να την εντοπίσει και να μας την υποδείξει. [201] Εκείνος ήρθε, διάβασε όλον τον λόγο —δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβώ, αναφέροντας τα ενδιάμεσα— και όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε για τίποτε από τα γραφόμενα, αλλά τα επαίνεσε κιόλας όσο πιο θερμά μπορούσε, και εξέφρασε για το κάθε μέρος χωριστά απόψεις παραπλήσιες με τις δικές μας. Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν ευχαριστημένος με τα όσα είχα πει για τους Λακεδαιμονίους, [202] και δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τόλμησε δηλαδή να πει ότι, και αν ακόμη δεν έχουν κάνει κανένα άλλο καλό στους Έλληνες, αξίζει να τους χρωστούν ευγνωμοσύνη όλοι χωρίς εξαίρεση, τουλάχιστον για το ότι, αφού επινόησαν τις καλύτερες ασχολίες, όχι μόνο εξακολουθούν να τις έχουν οι ίδιοι, αλλά τις υποδεικνύουν και στους υπόλοιπους Έλληνες.
[203] Αυτή η παρατήρηση, η τόσο σύντομη και συνοπτική, στάθηκε η αιτία να μην κλείσω τον λόγο μου στο σημείο που ήθελα, και να θεωρήσω ότι θα ήταν εκ μέρους μου αισχρό και φοβερό, εάν θα επέτρεπα σε κάποιον παλαιό μαθητή μου να πει παρουσία μου τόσο άσχημα λόγια. Αυτά σκέφτηκα και τον ρώτησα αν υπολογίζει καθόλου αυτούς που έχει μπροστά του και αν δεν ντρέπεται που έχει εκστομίσει λόγια ασεβή, ανακριβή και γεμάτα πολλές αντιφάσεις. [204] «Θα αντιληφθείς», του είπα, «ότι τα λόγια σου είναι τέτοια, αν ρωτήσεις μερικούς σώφρονες ανθρώπους ποιές αρχές θεωρούν ότι είναι οι ωραιότερες και πόσος χρόνος πέρασε αφότου οι Σπαρτιάτες κατοικούν στην Πελοπόννησο. Γιατί δεν υπάρχει ούτε και ένας που από τις βασικές αρχές της ζωής να μη βάζει στην πρώτη θέση την ευσέβεια προς τους θεούς, τη δικαιοσύνη προς τους ανθρώπους και τη φρόνηση για τις υπόλοιπες ενέργειες· όσο για τους Σπαρτιάτες, θα σου απαντήσουν ότι δεν κατοικούν στην Πελοπόννησο πάνω από εφτακόσια χρόνια. [205] Εάν αυτά έχουν έτσι, εάν δηλαδή ανταποκρίνεται στην αλήθεια ο ισχυρισμός σου ότι οι Σπαρτιάτες υπήρξαν οι εφευρέτες των ωραιότερων θεσμών, τότε κατ᾽ ανάγκην όσοι έζησαν πολλές γενιές πριν οι Σπαρτιάτες εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο δεν διέθεταν αυτά τα προσόντα, μήτε δηλαδή εκείνοι που εξεστράτευσαν εναντίον της Τροίας, μήτε οι σύγχρονοι του Ηρακλή και του Θησέα, μήτε ο Μίνως, ο γιος του Δία, μήτε ο Ραδάμανθυς, μήτε ο Αιακός, μήτε κανένας από τους υπόλοιπους που υμνούνται για τις αρετές αυτές, αλλά όλοι αυτοί κακώς έχουν αυτή τη φήμη. [206] Εάν όμως εσύ λες ανοησίες και εάν οι απόγονοι των θεών πρέπει όχι μόνο να είχαν αυτά τα προσόντα σε ανώτερο βαθμό από τους υπόλοιπους, αλλά και να τα είχαν μεταδώσει και στους μεταγενέστερους, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μη δώσεις την εντύπωση σε όλους όσοι σε άκουσαν ότι δεν είσαι τρελός, αφού επαινείς τόσο ασυλλόγιστα και άδικα όποιον σου τύχει. Εξάλλου, εάν έλεγες γι᾽ αυτούς καλά λόγια χωρίς να έχεις ακούσει τις δικές μου απόψεις, θα έλεγες βέβαια ανοησίες, αλλά τουλάχιστον δεν θα φαινόσουν ότι αντιφάσκεις. [207] Τώρα όμως, τη στιγμή που έχεις επαινέσει τον δικό μου λόγο που παρουσιάζει τους Λακεδαιμονίους να έχουν διαπράξει πολλά και φοβερά, τόσο σε βάρος των συγγενών τους όσο και των άλλων Ελλήνων, πώς είναι δυνατόν να λες ότι οι ένοχοι αυτών των εγκλημάτων υπήρξαν οι πρωτοπόροι των ωραιότερων αρχών;
[208] »Επίσης σου έχει διαφύγει και εκείνο, ότι όσες αρχές, τέχνες και όλες οι άλλες δραστηριότητες μένουν ακόμη κρυμμένες, δεν τις αποκαλύπτουν οι τυχαίοι άνθρωποι αλλά οι προικισμένοι από τη φύση, οι ικανοί να μαθαίνουν πάρα πολλά από όσα είχαν εφευρεθεί προηγουμένως και είναι αποφασισμένοι να αφιερώνουν τον εαυτό τους στην αναζήτηση, περισσότερο από τους άλλους. Σε αυτά οι Λακεδαιμόνιοι είναι περισσότερο άσχετοι από όσο οι βάρβαροι· [209] γιατί οι τελευταίοι θα αποδειχθεί ότι υπήρξαν μαθητές και δάσκαλοι πολλών εφευρέσεων, ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν μείνει τόσο πολύ πίσω στη στοιχειώδη μόρφωση και στην επιστήμη, ώστε δεν μαθαίνουν ούτε και γράμματα, που έχουν τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε όσοι τα γνωρίζουν και τα χρησιμοποιούν να αποκτούν γνώση όχι μόνο των γεγονότων της εποχής τους αλλά και εκείνων που έχουν γίνει σε άλλους καιρούς . [210] Παρ᾽ όλα αυτά, εσύ τόλμησες να πεις ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από αυτά υπήρξαν εφευρέτες των ωραιότερων αρχών, και μάλιστα ενώ γνωρίζεις καλά ότι τα παιδιά τους τα συνηθίζουν να καταγίνονται με τέτοιες ασχολίες από τις οποίες δεν περιμένουν ότι αυτά θα γίνουν ευεργέτες των άλλων, αλλά ότι θα μπορέσουν να κάνουν όσο γίνεται μεγαλύτερα κακά στους Έλληνες.
[211] »Αν μιλούσα λεπτομερώς για όλες αυτές, θα κούραζα τόσο τον εαυτό μου όσο και τους ακροατές μου· αναφέροντας όμως μόνο μία, που αγαπούν οι Σπαρτιάτες και στην οποία επιδίδονται ιδιαίτερα, πιστεύω ότι θα αποκαλύψω τον χαρακτήρα τους σε όλη του την έκταση. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή κάθε μέρα, μόλις ξημερώσει, στέλνουν τα παιδιά τους με συνοδεία συντρόφων που επιλέγουν τα ίδια, φαινομενικά για να κυνηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψουν πράγματα των κατοίκων της υπαίθρου. [212] Όσα παιδιά συλλαμβάνονται στη διάρκεια της κλοπής, πληρώνουν πρόστιμο και μαστιγώνονται, ενώ όσα κάνουν τις περισσότερες ζημιές και μπορούν να μην αποκαλυφθούν απολαμβάνουν μεγαλύτερη εκτίμηση μεταξύ των συνομηλίκων από όση τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά και αν, όταν γίνουν άνδρες, συνεχίζουν να μένουν σταθεροί στις συνήθειες στις οποίες ασκήθηκαν όταν ήταν παιδιά, έχουν πολλές πιθανότητες να ανέλθουν στα ανώτατα αξιώματα.
[213] »Και, αν μπορεί κανείς να δείξει ότι οι Σπαρτιάτες αγαπούν περισσότερο ή θεωρούν σπουδαιότερη άλλη παιδεία από αυτήν, θα παραδεχτώ ότι δεν έχω πει ποτέ μέχρι σήμερα καμιάν αλήθεια μήτε και για ένα πράγμα. Αλήθεια, ποιά από τις τέτοιου είδους πράξεις τους θεωρείται έντιμη ή σεβαστή και όχι επαίσχυντη; Πώς δεν οφείλουμε να θεωρούμε ανόητους όσους επαινούν αυτούς που έχουν ξεστρατίσει από τα κοινά έθιμα και που δεν συμφωνούν σε τίποτε μήτε με τους Έλληνες μήτε με τους βαρβάρους; [214] Γιατί όλοι γενικά θεωρούν τους κακούργους και τους κλέφτες πιο κακούς και από τους δούλους, ενώ οι Σπαρτιάτες εκείνους που πρωτεύουν σε τέτοιες πράξεις θεωρούν ότι είναι οι καλύτεροι μεταξύ των παιδιών και τους τιμούν ιδιαιτέρως. Και όμως, ποιός σώφρων άνθρωπος δεν θα προτιμούσε να πεθάνει τρεις φορές παρά να γίνει γνωστό ότι ασκείται στην αρετή με τέτοιες ασχολίες;»