Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.15.1-1.17.4)

[1.15.1] Τοιαῦτα ἔπασχε, τοιαῦτα ἔλεγεν, ἐπιζητοῦσα ‹τὸ› τοῦ ἔρωτος ὄνομα. Δόρκων δὲ ὁ βουκόλος, ὁ τὸν Δάφνιν ἐκ τοῦ σιροῦ καὶ τὸν τράγον ἀνιμησάμενος, ἀρτιγένειος μειρακίσκος καὶ εἰδὼς ἔρωτος καὶ τὰ ἔργα καὶ τὰ ὀνόματα εὐθὺς μὲν ἐπ᾽ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐρωτικῶς τῆς Χλόης διετέθη, πλειόνων δὲ διαγενομένων μᾶλλον τὴν ψυχὴν ἐξεπυρσεύθη καὶ τοῦ Δάφνιδος ὡς παιδὸς καταφρονήσας ἔγνω κατεργάσασθαι δώροις ἢ βίᾳ. [1.15.2] Τὰ μὲν δὴ πρῶτα δῶρα αὐτοῖς ἐκόμισε, τῷ μὲν σύριγγα βουκολικήν, καλάμους ἐννέα χαλκῷ δεδεμένους ἀντὶ κηροῦ, τῇ δὲ νεβρίδα βακχικήν, καὶ αὐτῇ τὸ τρίχωμα ἦν ὥσπερ γεγραμμένον χρώμασιν. [1.15.3] Ἐντεῦθεν δὲ φίλος νομιζόμενος τοῦ μὲν Δάφνιδος ἠμέλει κατ᾽ ὀλίγον, τῇ Χλόῃ δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπέφερεν ἢ τυρὸν ἁπαλὸν ἢ στέφανον ἀνθηρὸν ἢ μῆλον ὡραῖον· ἐκόμισε δέ ποτε αὐτῇ καὶ μόσχον ἀρτιγέννητον καὶ κισσύβιον διάχρυσον καὶ ὀρνίθων ὀρείων νεοττούς. Ἡ δὲ ἄπειρος οὖσα τέχνης ἐραστοῦ, λαμβάνουσα μὲν τὰ δῶρα ἔχαιρε, μᾶλλον δὲ ἔχαιρεν ὅτι Δάφνιδι εἶχεν αὐτὴ χαρίζεσθαι. [1.15.4] Καὶ —ἔδει γὰρ ἤδη καὶ Δάφνιν γνῶναι τὰ ἔρωτος ἔργα— γίνεταί ποτε τῷ Δόρκωνι πρὸς αὐτὸν ὑπὲρ κάλλους ἔρις, καὶ ἐδίκαζε μὲν Χλόη, ἔκειτο δὲ ἆθλον τῷ νικήσαντι φιλῆσαι Χλόην. Δόρκων δὲ πρότερος ὧδε ἔλεγεν·
[1.16.1] «Ἐγώ, παρθένε, μείζων εἰμὶ Δάφνιδος, καὶ ἐγὼ μὲν βουκόλος, ὁ δ᾽ αἰπόλος· τοσοῦτον ‹ἐγὼ› κρείττων ὅσον αἰγῶν βόες· καὶ λευκός εἰμι ὡς γάλα, καὶ πυρρὸς ὡς θέρος μέλλον ἀμᾶσθαι, καὶ ἔθρεψε μήτηρ, οὐ θηρίον. [1.16.2] Οὗτος δέ ἐστι μικρὸς καὶ ἀγένειος ὡς γυνή, καὶ μέλας ὡς λύκος· νέμει δὲ τράγους, ὀδω‹δὼς ἀπ᾽ αὐτῶν› δεινόν, καὶ ἔστι πένης ὡς μηδὲ κύνα τρέφειν. Εἰ δέ, ὡς λέγουσι, καὶ αἲξ αὐτῷ γάλα δέδωκεν, οὐδὲν ἐρίφων διαφέρει.» [1.16.3] Ταῦτα καὶ τοιαῦτα ὁ Δόρκων καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Δάφνις· «Ἐμὲ αἲξ ἀνέθρεψεν ὥσπερ τὸν Δία· νέμω δὲ τράγους τῶν τούτου βοῶν μείζονας· ὄζω δὲ οὐδὲν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι μηδὲ ὁ Πάν, καίτοι γε ὢν τὸ πλέον τράγος. [1.16.4] Ἀρκεῖ δέ μοι ὁ τυρὸς καὶ ἄρτος ὀβελίας καὶ οἶνος λευκός, ὅσα ἀγροίκων πλουσίων κτήματα. Ἀγένειός εἰμι, καὶ γὰρ ὁ Διόνυσος· μέλας, καὶ γὰρ ὁ ὑάκινθος· ἀλλὰ κρείττων καὶ ὁ Διόνυσος Σατύρων ‹καὶ› ὁ ὑάκινθος κρίνων. [1.16.5] Οὗτος δὲ καὶ πυρρὸς ὡς ἀλώπηξ καὶ προγένειος ὡς τράγος καὶ λευκὸς ὡς ἐξ ἄστεος γυνή· κἂν δέῃ σε φιλεῖν, ἐμοῦ μὲν φιλεῖς τὸ στόμα, τούτου δὲ τὰς ἐπὶ τοῦ γενείου τρίχας. Μέμνησο δέ, ὦ παρθένε, ὅτι ‹καὶ› σὲ ποίμνιον ἔθρεψεν, ἀλλὰ καὶ εἶ καλή.»
[1.17.1] Οὐκέθ᾽ ἡ Χλόη περιέμεινεν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἡσθεῖσα τῷ ἐγκωμίῳ, τὰ δὲ πάλαι ποθοῦσα φιλῆσαι Δάφνιν, ἀναπηδήσασα αὐτὸν ἐφίλησεν, ἀδίδακτον μὲν καὶ ἄτεχνον, πάνυ δὲ ψυχὴν θερμᾶναι δυνάμενον. [1.17.2] Δόρκων μὲν οὖν ἀλγήσας ἀπέδραμε, ζητῶν ἄλλην ὁδὸν ἔρωτος· Δάφνις δέ, ὥσπερ οὐ φιληθείς, ἀλλὰ δηχθείς, σκυθρωπός τις εὐθὺς ἦν καὶ πολλάκις ἐψύχετο καὶ τὴν καρδίαν παλλομένην κατεῖχε, καὶ βλέπειν μὲν ἤθελε τὴν Χλόην, βλέπων δ᾽ ἐρυθήματι ἐπίμπλατο. [1.17.3] Τότε πρῶτον καὶ τὴν κόμην αὐτῆς ἐθαύμασεν ὅτι ξανθή, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅτι μεγάλοι καθάπερ βοός, καὶ τὸ πρόσωπον ὅτι λευκότερον ἀληθῶς καὶ τοῦ τῶν αἰγῶν γάλακτος, ὥσπερ τότε πρῶτον ὀφθαλμοὺς κτησάμενος, τὸν δὲ πρότερον χρόνον πεπηρωμένος. [1.17.4] Οὔτε οὖν τροφὴν προσεφέρετο πλὴν ὅσον ἀπογεύσασθαι· καὶ ποτόν, εἴ ποτε ἐβιάσθη, μέχρι τοῦ [ἂν] διαβρέξαι τὸ στόμα προσεφέρετο. Σιωπηλὸς ἦν ὁ πρότερον τῶν ἀκρίδων λαλίστερος, ἀργὸς ὁ περιττότερα τῶν αἰγῶν κινούμενος. Ἠμέλητο καὶ ἡ ἀγέλη· ἔρριπτο καὶ ἡ σῦριγξ· χλωρότερον τὸ πρόσωπον ἦν πόας θερινῆς. Εἰς μόνην Χλόην ἐγίνετο λάλος· καὶ εἴ ποτε μόνος ἀπ᾽ αὐτῆς ἐγένετο, τοιαῦτα πρὸς αὑτὸν ἀπελήρει·

[1.15.1] Τέτοια τα βάσανά της, τέτοια τα λόγια της καθώς αποζητούσε του έρωτα τ᾽ όνομα. Στο μεταξύ ο Δόρκων, ο γελαδάρης που είχε ανεβάσει τον Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο —παλικαράκι που είχε αρχίσει να βγάζει γένια κι ήξερε και τα ονόματα και τα καμώματα του έρωτα— είχε ερωτευτεί τη Χλόη ευθύς από κείνη τη μέρα, και με κάθε μέρα που περνούσε φλογιζόταν όλο και παραπάνω η καρδιά του. Τον Δάφνη δεν τον λογάριαζε, θεωρώντας τον παιδί, κι ήταν αποφασισμένος να πετύχει το σκοπό του είτε με το καλό είτε με το ζόρι. [1.15.2] Στην αρχή λοιπόν τους έφερε δώρα: στον Δάφνη μια φλογέρα γελαδάρη, που ᾽χε εννιά καλάμια δεμένα με χαλκό αντί για κερί· και στη Χλόη μια προβιά από ελάφι σαν αυτές που φοράν οι Βάκχες, με χρώματα σα ζωγραφιστά. [1.15.3] Ύστερα απ᾽ αυτό τον νόμιζαν φίλο τους. Εκείνος ωστόσο άρχισε λίγο-λίγο να δείχνει αδιαφορία για τον Δάφνη, ενώ στη Χλόη έφερνε κάθε μέρα πότε ένα τρυφερό τυρί, πότε ένα στεφάνι από λουλούδια, πότε ένα καλογινωμένο μήλο. Μια φορά μάλιστα της έφερε κι ένα νιογέννητο μοσχαράκι, ένα χρυσωμένο κύπελλο και μικρά πουλάκια του βουνού. Η Χλόη, αμάθητη από ερωτικά τερτίπια, χαιρόταν παίρνοντας τα δώρα, κι ακόμα περισσότερο χαιρόταν γιατί έτσι μπορούσε να κάνει η ίδια δώρα στον Δάφνη. [1.15.4] Κάποτε λοιπόν —γιατί έπρεπε πια να μάθει κι αυτός του έρωτα τα καμώματα— έβαλε στοίχημα ο Δάφνης με τον Δόρκωνα, ποιός από τους δυο ήταν πιο ωραίος. Κριτής ήταν η Χλόη, και το βραβείο του νικητή θα ᾽ταν ένα φιλί της. Πρώτος μίλησε ο Δόρκων με τ᾽ ακόλουθα λόγια:
[1.16.1] «Εγώ, κοπέλα μου, είμαι πιο ψηλός από τον Δάφνη. Έπειτα είμαι γελαδάρης ενώ αυτός είναι γιδάς, γι᾽ αυτό και αξίζω τόσο περισσότερο από κείνον, όσο οι αγελάδες από τις γίδες. Άλλωστε είμαι άσπρος σαν το γάλα και πυρρόξανθος σαν το σπαρτό πριν απ᾽ το θέρος, και μ᾽ έθρεψε μάνα — όχι ζώο. [1.16.2] Ενώ τούτος δω είναι κοντός, σπανός σα γυναίκα και μαυριδερός σα λύκος. Κι ακόμα, από το να βόσκει τράγους βρομάει φριχτά τραγίλα, κι είναι και τόσο φτωχός που μήτε σκύλο δεν έχει να ταΐσει. Κι αν, όπως λένε, γίδα είναι που τον βύζαξε, καμιά διαφορά δεν έχει από τα γίδια». [1.16.3] Αυτά κι άλλα παρόμοια είπε ο Δόρκων. Ύστερα μίλησε ο Δάφνης: «Εμένα μ᾽ έθρεψε γίδα, όπως ακριβώς και τον Δία, και βόσκω τράγους πιο μεγάλους από τουτουνού τις αγελάδες. Και καθόλου δε βρομάω από δαύτους, αφού μήτε ο Παν βρομάει, που είναι πιότερο τράγος από άνθρωπος. [1.16.4] Μου φτάνει το τυρί και το ψωμί της σούβλας και τ᾽ άσπρο κρασί — ό,τι έχουν οι πλούσιοι χωριανοί. Γένια δεν έχω, αλλά μήπως έχει ο Διόνυσος; Μελαχρινός είμαι, αλλά μήπως δεν είναι κι ο υάκινθος; Κι όμως ο Διόνυσος ξεπερνάει τους Σατύρους, κι ο υάκινθος τα κρίνα. [1.16.5] Τούτος δω είναι κοκκινοτρίχης σαν αλεπού, μουσάτος σαν τράγος κι άσπρος σαν τις γυναίκες της πόλης. Κι αν είναι φιλί να δώσεις, σε μένα θα φιλήσεις στόμα, ενώ σ᾽ αυτόν τις τρίχες του γενιού. Και θυμήσου, κοπέλα, ότι και σένα προβατίνα σ᾽ έθρεψε — κι όμως είσαι ωραία».
[1.17.1] Πιο πολύ δεν ήθελε η Χλόη. Ευχαριστημένη με τον καλό λόγο —χώρια που από καιρό ποθούσε να φιλήσει τον Δάφνη— πετάχτηκε και του ᾽δωσε ένα φιλί δίχως βέβαια πείρα και τέχνη, αλλά τέτοιο που ν᾽ ανάβει τα σωθικά. [1.17.2] Ο Δόρκων έφυγε πονεμένος, αποζητώντας άλλον τρόπο για να ικανοποιήσει τον έρωτά του. Ο Δάφνης ωστόσο, σα να μην είχε πάρει φιλί αλλά δαγκωματιά, σκυθρώπασεν ευθύς. Από τότε ένιωθε συχνά ρίγος, κι έβαζε το χέρι στην καρδιά του που χτυπούσε. Ήθελε να βλέπει τη Χλόη, συνάμα όμως γινόταν κατακόκκινος όταν την έβλεπε. [1.17.3] Τότε πρωτοάρχισε να θαυμάζει τα μαλλιά της γιατί ήταν ξανθά, τα μάτια της γιατί ήταν μεγάλα σαν της αγελάδας, το πρόσωπό της γιατί ήταν στ᾽ αλήθεια πιο άσπρο κι από το κατσικίσιο γάλα — λες και, τυφλός ως τότε, για πρώτη φορά αποχτούσε μάτια. [1.17.4] Μόλις που γευόταν πια το φαγητό· όσο για πιοτό, με το ζόρι έβρεχε τα χείλια του. Έγινε αμίλητος, αυτός που πρωτύτερα φλυαρούσε κι από τα τριζόνια πιο πολύ· αργοκίνητος, αυτός που ήταν πιο πηδηχτός κι από τα γίδια. Άρχισε να παραμελεί το κοπάδι, πέταξε τη φλογέρα, το δέρμα του έγινε πιο χλωμό κι από το χορτάρι του καλοκαιριού. Μονάχα με τη Χλόη γινόταν ομιλητικός. Κι όποτε πάλι λάχαινε να βρεθεί μακριά της μονολογούσε με τέτοια λόγια: