Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.5.1-1.8.3)

[1.5.1] Εἰς τοῦτο τὸ νυμφαῖον ὄϊς ἀρτιτόκος συχνὰ φοιτῶσα δόξαν πολλάκις ἀπωλείας παρεῖχε. Κολάσαι δὴ βουλόμενος αὐτὴν καὶ εἰς τὴν πρότερον εὐνομίαν καταστῆσαι, δεσμὸν ῥάβδου χλωρᾶς λυγίσας ὅμοιον βρόχῳ τῇ πέτρᾳ προσῆλθεν, ὡς ἐκεῖ συλληψόμενος αὐτήν. [1.5.2] Ἐπιστὰς δὲ οὐδὲν εἶδεν ὧν ἤλπισεν, ἀλλὰ τὴν μὲν διδοῦσαν πάνυ ἀνθρωπίνως τὴν θηλὴν εἰς ἄφθονον τοῦ γάλακτος ὁλκήν, τὸ δὲ παιδίον ἀκλαυτὶ λάβρως εἰς ἀμφοτέρας τὰς θηλὰς μεταφέρον τὸ στόμα καθαρὸν καὶ φαιδρόν, οἷα τῆς ὄϊος τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον ἀπολιχμωμένης μετὰ τὸν κόρον τῆς τροφῆς. [1.5.3] Θῆλυ ἦν τοῦτο τὸ παιδίον, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ σπάργανα γνωρίσματα· μίτρα διάχρυσος, ὑποδήματα ἐπίχρυσα, περισκελίδες χρυσαῖ.
[1.6.1] Θεῖον δή τι νομίσας τὸ εὕρημα καὶ διδασκόμενος παρὰ τῆς ὄϊος ἐλεεῖν τε τὸ παιδίον καὶ φιλεῖν ἀναιρεῖται μὲν τὸ βρέφος ἐπ᾽ ἀγκῶνος, ἀποτίθεται δὲ τὰ γνωρίσματα κατὰ τῆς πήρας, εὔχεται δὲ ταῖς Νύμφαις ἐπὶ χρηστῇ τύχῃ θρέψαι τὴν ἱκέτιν αὐτῶν. [1.6.2] Καὶ ἐπεὶ καιρὸς ἦν ἀπελαύνειν τὴν ποίμνην, ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν τῇ γυναικὶ διηγεῖται τὰ ὀφθέντα, δείκνυσι τὰ εὑρεθέντα, παρακελεύεται θυγάτριον νομίζειν καὶ λανθάνουσαν ὡς ἴδιον τρέφειν. [1.6.3] Ἡ μὲν δὴ Νάπη —τοῦτο γὰρ ἐκαλεῖτο— μήτηρ εὐθὺς ἦν καὶ ἐφίλει τὸ παιδίον, ὥσπερ ὑπὸ τῆς ὄϊος παρευδοκιμηθῆναι δεδοικυῖα, καὶ τίθεται καὶ αὐτὴ ποιμενικὸν ὄνομα πρὸς πίστιν αὐτῷ, Χλόην.
[1.7.1] Ταῦτα τὰ παιδία ταχὺ μάλα ηὔξησε, καὶ κάλλος αὐτοῖς ἐξεφαίνετο κρεῖττον ἀγροικίας. Ἤδη τε ἦν ὁ μὲν πέντε καὶ δέκα ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς, ἡ δὲ τοσούτων, δυοῖν ἀποδεόντοιν, καὶ ὁ Δρύας καὶ ὁ Λάμων ἐπὶ μιᾶς νυκτὸς ὁρῶσιν ὄναρ τοιόνδε τι. [1.7.2] Τὰς Νύμφας ἐδόκουν ἐκείνας, τὰς ἐν τῷ ἄντρῳ, ἐν ᾧ ἡ πηγή, ἐν ᾧ τὸ παιδίον εὗρεν ὁ Δρύας, τὸν Δάφνιν καὶ τὴν Χλόην παραδιδόναι παιδίῳ μάλα σοβαρῷ καὶ καλῷ, πτερὰ ἐκ τῶν ὤμων ἔχοντι, βέλη σμικρὰ ἅμα τοξαρίῳ φέροντι· τὸ δὲ ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει κελεῦσαι λοιπὸν ποιμαίνειν τὸν μὲν τὸ αἰπόλιον, τὴν δὲ τὸ ποίμνιον.
[1.8.1] Τοῦτο τὸ ὄναρ ἰδόντες ἤχθοντο μὲν εἰ ποιμένες ἔσοιντο καὶ αἰπόλοι ‹οἱ› τύχην ἐκ σπαργάνων ἐπαγγελλόμενοι κρείττονα —δι᾽ ἣν αὐτοὺς καὶ τροφαῖς ἁβροτέραις ἔτρεφον καὶ γράμματα ἐπαίδευον καὶ πάντα ὅσα καλὰ ἦν ἐπ᾽ ἀγροικίας—, ἐδόκει δὲ πείθεσθαι θεοῖς περὶ τῶν σωθέντων προνοίᾳ θεῶν. [1.8.2] Καὶ κοινώσαντες ἀλλήλοις τὸ ὄναρ καὶ θύσαντες τῷ τὰ πτερὰ ἔχοντι παιδίῳ παρὰ ταῖς Νύμφαις —τὸ γὰρ ὄνομα λέγειν οὐκ εἶχον— ὡς ποιμένας ἐκπέμπουσιν αὐτοὺς ἅμα ταῖς ἀγέλαις, ἐκδιδάξαντες ἕκαστα· πῶς δεῖ νέμειν πρὸ μεσημβρίας, πῶς ἐπινέμειν κοπάσαντος τοῦ καύματος· [1.8.3] πότε ἄγειν ἐπὶ ποτόν, πότε ἀπάγειν ἐπὶ κοῖτον· ἐπὶ τίσι καλαύροπι χρηστέον, ἐπὶ τίσι φωνῇ μόνῃ. Οἱ δὲ μάλα χαίροντες ὡς ἀρχὴν μεγάλην παρελάμβανον καὶ ἐφίλουν τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα μᾶλλον ἢ ποιμέσιν ἔθος, ἡ μὲν ἐς ποίμνιον ἄγουσα τῆς σωτηρίας τὴν αἰτίαν, ὁ δὲ μεμνημένος ὡς ἐκκείμενον αὐτὸν αἲξ ἀνέθρεψεν.

[1.5.1] Σε τούτη τη σπηλιά των Νυμφών σύχναζε ταχτικά μια λεχώνα προβατίνα, έτσι που πολλές φορές ο Δρύας την είχε για χαμένη. Αποφασισμένος να την τιμωρήσει για να την ξαναφέρει σε τάξη, έφτιαξε ένας είδος θηλιάς λυγίζοντας ένα χλωρό κλαρί και πήγε κατά το βράχο με σκοπό να την πιάσει. [1.5.2] Φτάνοντας ωστόσο είδε κάτι ολότελα αναπάντεχο: την προβατίνα να δίνει το βυζί της μ᾽ ολωσδιόλου ανθρώπινο τρόπο, έτσι που να τραβιέται άφθονο το γάλα, και το μωρό δίχως κλάματα να πηγαίνει ζωηρά από το ᾽να βυζί στο άλλο με στόμα που ᾽λαμπε από πάστρα — επειδή, όταν χόρταινε, του ᾽γλειφε το πρόσωπο η προβατίνα με τη γλώσσα. [1.5.3] Τούτο το μωρό ήταν κορίτσι, και κοντά του κείτονταν και πάλι σημαδιακά φασκιά: στεφάνι χρυσοστόλιστο, παπούτσια χρυσωμένα και χρυσά κορδόνια για τα σκέλια.
[1.6.1] Ο Δρύας πίστεψε πως ήταν θεού θέλημα· η προβατίνα του ᾽δινε το παράδειγμα της συμπόνιας και της αγάπης για το μωρό. Το σήκωσε λοιπόν στα χέρια, έχωσε τα φασκιά στο ταγάρι του και προσευχήθηκε στις Νύμφες να τον βοηθήσουν να μεγαλώσει καλορίζικα την προστατευόμενή τους. [1.6.2] Σαν ήρθε η ώρα να γυρίσει πίσω το κοπάδι πήγε στο σπίτι του, κι αφού διηγήθηκε στη γυναίκα του όσα είδε και της έδειξε τα ευρήματα, της παράγγειλε να θεωρήσει το μωρό κορούλα της και, δίχως να φανερώσει τίποτα σε κανένα, να την αναστήσει σα να ᾽τανε δική της. [1.6.3] Η Νάπη —έτσι την έλεγαν— φέρθηκε από την αρχή σα μάνα κι αγάπησε το παιδάκι, λες και φοβόταν μην την ξεπεράσει σ᾽ αυτό η προβατίνα· και του ᾽δωσε κι εκείνου όνομα τσοπάνικο για να ᾽ναι πιστευτό — Χλόη.
[1.7.1] Τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν πολύ γρήγορα κι άρχισαν να δείχνουν ομορφιά ασυνήθιστη για χωρικούς. Τον καιρό που ο ένας ήταν δεκαπέντε χρόνων κι η άλλη δυο χρόνια μικρότερη, είδαν κι ο Δρύας κι ο Λάμων την ίδια νύχτα ένα όνειρο πάνω-κάτω τέτοιο: [1.7.2] πως τάχα οι Νύμφες εκείνες της σπηλιάς (όπου ήταν η πηγή κι ο Δρύας είχε βρει το μωρό) παραδίνανε τον Δάφνη και τη Χλόη σ᾽ ένα πανέμορφο αγόρι που ᾽χε φτερά στους ώμους και βάσταγε μικρές σαΐτες και δοξάρι· και τούτο πάλι άγγιζε και τους δυο με την ίδια σαΐτα και πρόσταζε, από δω κι εμπρός να βόσκουν ο ένας τις γίδες κι η άλλη τα πρόβατα.
[1.8.1] Τ᾽ όνειρο αυτό τους στενοχώρεσε. Βοσκοί προβάτων και γιδιών θα γίνονταν λοιπόν ετούτα τα παιδιά, που ᾽μοιαζαν τα φασκιά τους να τάζουν ριζικό καλύτερο, και που γι᾽ αυτό το λόγο τα μεγάλωναν με διαλεχτές τροφές, τα μάθαιναν γράμματα και γενικά τ᾽ ανάτρεφαν μ᾽ όση πολυτέλεια μπορούσε να βρεθεί σε χωριατόσπιτα; Αποφάσισαν ωστόσο, μιας κι οι θεοί τα ᾽χανε σώσει, να γενεί το θέλημά τους. [1.8.2] Είπαν λοιπόν ο ένας στον άλλον τ᾽ όνειρό τους, και μόλο που δεν ξέραν τ᾽ όνομα του φτερωτού αγοριού, του έκαναν θυσία κοντά στη σπηλιά των Νυμφών. Κατόπι έστειλαν τα παιδιά να βόσκουν τα κοπάδια, αφού τα δασκαλέψανε καλά-καλά: πώς να τα βόσκουν πριν από το μεσημέρι, και πώς μετά το πολύ λιοπύρι· [1.8.3] πότε να τα πηγαίνουνε για πότισμα, πότε να τα φέρνουν πίσω για ύπνο, ποιά ζώα θέλαν γκλίτσα και ποιά φωνή μονάχα. Τα παιδιά μπήκαν στη δουλειά χαρούμενα, λες κι ήταν μεγάλο αξίωμα, κι αγάπησαν τις γίδες και τα πρόβατα περισσότερο απ᾽ ό,τι συνηθίζουν οι βοσκοί — η Χλόη επειδή χρωστούσε τη σωτηρία της σε προβατίνα, κι ο Δάφνης επειδή θυμόταν ότι γίδα τον είχε θρέψει όταν ήταν έκθετος.