Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1098b-1099b)

[VIII] Σκεπτέον δὲ περὶ αὐτῆς οὐ μόνον ἐκ τοῦ συμπεράσματος καὶ ἐξ ὧν ὁ λόγος, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν λεγομένων περὶ αὐτῆς· τῷ μὲν γὰρ ἀληθεῖ πάντα συνᾴδει τὰ ὑπάρχοντα, τῷ δὲ ψευδεῖ ταχὺ διαφωνεῖ τἀληθές. νενεμημένων δὴ τῶν ἀγαθῶν τριχῇ, καὶ τῶν μὲν ἐκτὸς λεγομένων τῶν δὲ περὶ ψυχὴν καὶ σῶμα, τὰ περὶ ψυχὴν κυριώτατα λέγομεν καὶ μάλιστα ἀγαθά, τὰς δὲ πράξεις καὶ τὰς ἐνεργείας τὰς ψυχικὰς περὶ ψυχὴν τίθεμεν. ὥστε καλῶς ἂν λέγοιτο κατά γε ταύτην τὴν δόξαν παλαιὰν οὖσαν καὶ ὁμολογουμένην ὑπὸ τῶν φιλοσοφούντων. ὀρθῶς δὲ καὶ ὅτι πράξεις τινὲς λέγονται καὶ ἐνέργειαι τὸ τέλος· οὕτω γὰρ τῶν περὶ ψυχὴν ἀγαθῶν γίνεται καὶ οὐ τῶν ἐκτός. συνᾴδει δὲ τῷ λόγῳ καὶ τὸ εὖ ζῆν καὶ τὸ εὖ πράττειν τὸν εὐδαίμονα· σχεδὸν γὰρ εὐζωία τις εἴρηται καὶ εὐπραξία.
Φαίνεται δὲ καὶ τὰ ἐπιζητούμενα τὰ περὶ τὴν εὐδαιμονίαν ἅπανθ᾽ ὑπάρχειν τῷ λεχθέντι. τοῖς μὲν γὰρ ἀρετὴ τοῖς δὲ φρόνησις ἄλλοις δὲ σοφία τις εἶναι δοκεῖ, τοῖς δὲ ταῦτα ἢ τούτων τι μεθ᾽ ἡδονῆς ἢ οὐκ ἄνευ ἡδονῆς· ἕτεροι δὲ καὶ τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν συμπαραλαμβάνουσιν. τούτων δὲ τὰ μὲν πολλοὶ καὶ παλαιοὶ λέγουσιν, τὰ δὲ ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες· οὐδετέρους δὲ τούτων εὔλογον διαμαρτάνειν τοῖς ὅλοις, ἀλλ᾽ ἕν γέ τι ἢ καὶ τὰ πλεῖστα κατορθοῦν. τοῖς μὲν οὖν λέγουσι τὴν ἀρετὴν ἢ ἀρετήν τινα συνῳδός ἐστιν ὁ λόγος· ταύτης γάρ ἐστιν ἡ κατ᾽ αὐτὴν ἐνέργεια. διαφέρει δὲ ἴσως οὐ μικρὸν ἐν κτήσει ἢ χρήσει τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν, καὶ ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ. τὴν μὲν γὰρ ἕξιν ἐνδέχεται [1099a] μηδὲν ἀγαθὸν ἀποτελεῖν ὑπάρχουσαν, οἷον τῷ καθεύδοντι ἢ καὶ ἄλλως πως ἐξηργηκότι, τὴν δ᾽ ἐνέργειαν οὐχ οἷόν τε· πράξει γὰρ ἐξ ἀνάγκης, καὶ εὖ πράξει. ὥσπερ δ᾽ Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ᾽ οἱ ἀγωνιζόμενοι (τούτων γάρ τινες νικῶσιν), οὕτω καὶ τῶν ἐν τῷ βίῳ καλῶν κἀγαθῶν οἱ πράττοντες ὀρθῶς ἐπήβολοι γίνονται. ἔστι δὲ καὶ ὁ βίος αὐτῶν καθ᾽ αὑτὸν ἡδύς. τὸ μὲν γὰρ ἥδεσθαι τῶν ψυχικῶν, ἑκάστῳ δ᾽ ἐστὶν ἡδὺ πρὸς ὃ λέγεται φιλοτοιοῦτος, οἷον ἵππος μὲν τῷ φιλίππῳ, θέαμα δὲ τῷ φιλοθεώρῳ· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τὰ δίκαια τῷ φιλοδικαίῳ καὶ ὅλως τὰ κατ᾽ ἀρετὴν τῷ φιλαρέτῳ. τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς τὰ ἡδέα μάχεται διὰ τὸ μὴ φύσει τοιαῦτ᾽ εἶναι, τοῖς δὲ φιλοκάλοις ἐστὶν ἡδέα τὰ φύσει ἡδέα· τοιαῦται δ᾽ αἱ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις, ὥστε καὶ τούτοις εἰσὶν ἡδεῖαι καὶ καθ᾽ αὑτάς. οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ᾽ ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ. πρὸς τοῖς εἰρημένοις γὰρ οὐδ᾽ ἐστὶν ἀγαθὸς ὁ μὴ χαίρων ταῖς καλαῖς πράξεσιν· οὔτε γὰρ δίκαιον οὐθεὶς ἂν εἴποι τὸν μὴ χαίροντα τῷ δικαιοπραγεῖν, οὔτ᾽ ἐλευθέριον τὸν μὴ χαίροντα ταῖς ἐλευθερίοις πράξεσιν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. εἰ δ᾽ οὕτω, καθ᾽ αὑτὰς ἂν εἶεν αἱ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις ἡδεῖαι. ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγαθαί γε καὶ καλαί, καὶ μάλιστα τούτων ἕκαστον, εἴπερ καλῶς κρίνει περὶ αὐτῶν ὁ σπουδαῖος· κρίνει δ᾽ ὡς εἴπομεν. ἄριστον ἄρα καὶ κάλλιστον καὶ ἥδιστον ἡ εὐδαιμονία, καὶ οὐ διώρισται ταῦτα κατὰ τὸ Δηλιακὸν ἐπίγραμμα·
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ᾽ ὑγιαίνειν·
ἥδιστον δὲ πέφυχ᾽ οὗ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν.
ἅπαντα γὰρ ὑπάρχει ταῦτα ταῖς ἀρίσταις ἐνεργείαις· ταύτας δέ, ἢ μίαν τούτων τὴν ἀρίστην, φαμὲν εἶναι τὴν εὐδαιμονίαν. φαίνεται δ᾽ ὅμως καὶ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν προσδεομένη, καθάπερ εἴπομεν· ἀδύνατον γὰρ ἢ οὐ ῥᾴδιον τὰ καλὰ πράττειν ἀχορήγητον ὄντα. πολλὰ μὲν γὰρ πράττεται, [1099b] καθάπερ δι᾽ ὀργάνων, διὰ φίλων καὶ πλούτου καὶ πολιτικῆς δυνάμεως· ἐνίων δὲ τητώμενοι ῥυπαίνουσι τὸ μακάριον, οἷον εὐγενείας εὐτεκνίας κάλλους· οὐ πάνυ γὰρ εὐδαιμονικὸς ὁ τὴν ἰδέαν παναίσχης ἢ δυσγενὴς ἢ μονώτης καὶ ἄτεκνος, ἔτι δ᾽ ἴσως ἧττον, εἴ τῳ πάγκακοι παῖδες εἶεν ἢ φίλοι, ἢ ἀγαθοὶ ὄντες τεθνᾶσιν. καθάπερ οὖν εἴπομεν, ἔοικε προσδεῖσθαι καὶ τῆς τοιαύτης εὐημερίας· ὅθεν εἰς ταὐτὸ τάττουσιν ἔνιοι τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ, ἕτεροι δὲ τὴν ἀρετήν.

[8] Η εξέταση όμως του υπέρτατου αγαθού δεν πρέπει να γίνει —όπως το κάναμε ήδη— μόνο στη βάση ενός συλλογισμού με προκείμενες και συμπέρασμα, αλλά και στη βάση αυτών που λέγονται γι᾽ αυτήν από τον κόσμο· γιατί με την αλήθεια όλα τα δεδομένα βρίσκονται σε αρμονική συμφωνία, ενώ με το ψεύδος γρήγορα έρχονται σε διαφωνία και σε σύγκρουση.
Με τα αγαθά, λοιπόν, να έχουν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή στα λεγόμενα εξωτερικά, σ᾽ αυτά που σχετίζονται με την ψυχή και σ᾽ αυτά που σχετίζονται με το σώμα, ονομάζουμε όλοι κατεξοχήν αγαθά —αγαθά στην κυριολεξία— αυτά που σχετίζονται με την ψυχή· και όταν μιλούμε για «ψυχικές πράξεις» και για «ψυχικές ενέργειες», εννοούμε αυτές που σχετίζονται με την ψυχή. Πρέπει, επομένως, να ήταν σωστός ο ορισμός μας, σύμφωνα τουλάχιστον με αυτή τη γνώμη, που είναι παλαιά και γίνεται δεκτή από τους ανθρώπους της φιλοσοφίας. Σωστός είναι επίσης και από την άποψη ότι το τέλος το ταυτίζουμε με κάποιες πράξεις και κάποιες ενέργειες· γιατί έτσι το τέλος παίρνει θέση μεταξύ των αγαθών που σχετίζονται με την ψυχή και όχι μεταξύ των εξωτερικών αγαθών. Με τον ορισμό μας συνάδει και η πίστη ότι ο ευδαίμων άνθρωπος ζει καλά και πράττει καλά — δεν το είπαμε πράγματι κάπως έτσι, ότι η ευδαιμονία είναι ευζωία και ευ-πραξία; Από την άλλη, φαίνεται ότι τα χαρακτηριστικά που ζητούμε να υπάρχουν στην ευδαιμονία περιέχονται —όλα τους— στον ορισμό που δώσαμε. Κάποιοι, πράγματι, ταυτίζουν την ευδαιμονία με την αρετή, άλλοι με την πρακτική σοφία, άλλοι με τη σοφία των φιλοσόφων, κάποιοι άλλοι με αυτά που είπαμε ή με κάποιο από αυτά συνδυασμένα με την ηδονή ή σε καμιά περίπτωση δίχως αυτήν· τέλος κάποιοι άλλοι προσθέτουν και ένα πλήθος από εξωτερικά αγαθά. Από αυτές, πάλι, τις απόψεις άλλες είναι πλατιά διαδεδομένες και έρχονται από πολύ παλιά, ενώ άλλες εκπροσωπούνται από λίγους αλλά διακεκριμένους ανθρώπους. Και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι καθόλου πιθανό οι γνώμες τους αυτές να είναι ολότελα λανθασμένες· αντίθετα είναι πιθανό σε μια τουλάχιστο περίπτωση —ίσως και στις πιο πολλές— να πετυχαίνουν το σωστό.
Με αυτούς λοιπόν που ταυτίζουν την ευδαιμονία με την αρετή ή με κάποια αρετή ο ορισμός μας βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία· στην αρετή έχει, πράγματι, την αρχή της η ενάρετη ενέργεια. Ωστόσο, δεν είναι ίσως ασήμαντη η διαφορά να λέμε ότι το ύψιστο αγαθό συνίσταται στην κτήση ή στη χρήση· στην έξη ή στην ενέργεια. Γιατί η έξη μπορεί να υπάρχει [1099a] δίχως να παράγει τίποτε το καλό (όπως στην περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται ή του ανθρώπου που είναι, για έναν οποιονδήποτε λόγο, ανενεργός), η ενέργεια όμως δεν μπορεί· γιατί η ενέργεια δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά πράξη, και πράξη καλή: όπως στην Ολυμπία το στεφάνι της νίκης το κερδίζουν όχι οι πιο όμορφοι και οι πιο ρωμαλέοι αλλά αυτοί που συμμετέχουν στους αγώνες (γιατί κάποιοι από αυτούς είναι που αναδεικνύονται νικητές), έτσι και τα ωραία και καλά της ζωής τα κερδίζουν αυτοί που ενεργούν σωστά.
Αλλά και η ζωή αυτών των ανθρώπων είναι μια σκέτη ευχαρίστηση. Γιατί η ευχαρίστηση είναι μια κατάσταση της ψυχής, και στον κάθε άνθρωπο ευχάριστο είναι αυτό που αγαπάει: το άλογο σ᾽ αυτόν που αγαπάει τα άλογα, το θέαμα σ᾽ αυτόν που αγαπάει τα θεάματα· με τον ίδιο τρόπο οι δίκαιες πράξεις σ᾽ αυτόν που αγαπάει τη δικαιοσύνη, και, γενικά, οι ενάρετες πράξεις σ᾽ αυτόν που αγαπάει την αρετή. Στην πλειονότητα των ανθρώπων τα ευχάριστα γι᾽ αυτούς πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους για τον λόγο ότι δεν είναι ευχάριστα από τη φύση τους· στους ανθρώπους όμως που αγαπούν το ωραίο, ευχάριστα είναι αυτά που είναι ευχάριστα από τη φύση τους· τέτοιες είναι οι πράξεις της αρετής· έτσι και σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους είναι ευχάριστες και είναι και καθεαυτές ευχάριστες. Δεν τη χρειάζεται λοιπόν η ζωή αυτών των ανθρώπων την ευχαρίστηση σαν ένα είδος πρόσθετου κοσμήματος· αντίθετα, την έχει μέσα της. Γιατί σ᾽ αυτά που είπαμε πρέπει να προσθέσουμε και τούτο: ο άνθρωπος που δεν βρίσκει ευχαρίστηση στις ωραίες πράξεις δεν είναι καν ένας καλός άνθρωπος. Ποιός θα ονόμαζε δίκαιο έναν άνθρωπο που δεν βρίσκει ευχαρίστηση στις δίκαιες πράξεις, ή ελευθέριο έναν άνθρωπο που δεν βρίσκει ευχαρίστηση στις ελευθέριες πράξεις, κ.ο.κ.; Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε οι πράξεις της αρετής θα πρέπει, σκέφτομαι, να είναι ευχάριστες καθεαυτές, μαζί όμως και καλές και ωραίες· έχουν μάλιστα την καθεμιά από τις ιδιότητες αυτές στον ύψιστο βαθμό, αν είναι αλήθεια ότι ο ενάρετος άνθρωπος είναι καλός κριτής γι᾽ αυτές τις ιδιότητες — πραγματικά, η κρίση του είναι αυτή που περιγράψαμε. Συμπέρασμα: Η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, και μαζί ό,τι πιο ωραίο και ό,τι πιο ευχάριστο: οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν πρέπει να χωρίζονται με τον τρόπο που αυτό γίνεται στην επιγραφή της Δήλου:
Το δικαιότατο είναι το πιο όμορφο, η υγεία το καλύτερο·
το πιο ευχάριστο απ᾽ όλα να ᾽χει κανείς ό,τι αγαπά·
ο λόγος είναι ότι όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν στις άριστες ενέργειες — αυτές, ή μία από αυτές, η καλύτερη, λέμε πως είναι η ευδαιμονία.
Ολοφάνερα όμως —όπως το είπαμε κιόλας— η ευδαιμονία χρειάζεται και τα εξωτερικά αγαθά· γιατί είναι αδύνατο, ή τουλάχιστο δεν είναι εύκολο, να κάνει κανείς τις καλές και ωραίες ενέργειες, αν δεν έχει στη διάθεσή του τη βοήθεια των εξωτερικών αγαθών. Δεν είναι, πράγματι, καθόλου λίγα αυτά που γίνονται [1099b] με τη βοήθεια των φίλων, με τη βοήθεια του πλούτου, με τη βοήθεια της πολιτικής δύναμης — όλα αυτά να λειτουργούν σαν ένα είδος εργαλείων. Υπάρχουν, επίσης, κάποια αγαθά που η έλλειψή τους «λερώνει» την ευδαιμονία των ανθρώπων, όπως είναι π.χ. η ευγενική καταγωγή, τα πολλά και όμορφα παιδιά, η ομορφιά· πραγματικά, δεν έχει πολλές πιθανότητες να γίνει πολύ ευδαίμων ο άνθρωπος που έχει πανάσχημη εξωτερική εμφάνιση ή ο άνθρωπος ταπεινής καταγωγής ή ο μοναχικός και δίχως παιδιά άνθρωπος· ίσως μάλιστα οι πιθανότητες είναι ακόμη λιγότερες, αν έχει κανείς πάγκακα παιδιά ή πάγκακους φίλους, ή αν είχε καλά παιδιά και καλούς φίλους και τους έχασε λόγω θανάτου. Όπως λοιπόν το είπαμε, φαίνεται ότι η ευδαιμονία χρειάζεται και αυτού του είδους την ευημερία· αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί βάζουν την ευδαιμονία μαζί μαζί με την καλή τύχη — ενώ άλλοι μαζί μαζί με την αρετή.