Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1175a-1176a)

[V] Ὅθεν δοκοῦσι καὶ τῷ εἴδει διαφέρειν. τὰ γὰρ ἕτερα τῷ εἴδει ὑφ᾽ ἑτέρων οἰόμεθα τελειοῦσθαι (οὕτω γὰρ φαίνεται καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ ὑπὸ τέχνης, οἷον ζῷα καὶ δένδρα καὶ γραφὴ καὶ ἄγαλμα καὶ οἰκία καὶ σκεῦος)· ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ἐνεργείας τὰς διαφερούσας τῷ εἴδει ὑπὸ διαφερόντων εἴδει τελειοῦσθαι. διαφέρουσι δ᾽ αἱ τῆς διανοίας τῶν κατὰ τὰς αἰσθήσεις καὶ αὐταὶ ἀλλήλων κατ᾽ εἶδος· καὶ αἱ τελειοῦσαι δὴ ἡδοναί. φανείη δ᾽ ἂν τοῦτο καὶ ἐκ τοῦ συνῳκειῶσθαι τῶν ἡδονῶν ἑκάστην τῇ ἐνεργείᾳ ἣν τελειοῖ. συναύξει γὰρ τὴν ἐνέργειαν ἡ οἰκεία ἡδονή. μᾶλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ᾽ ἡδονῆς ἐνεργοῦντες, οἷον γεωμετρικοὶ γίνονται οἱ χαίροντες τῷ γεωμετρεῖν, καὶ κατανοοῦσιν ἕκαστα μᾶλλον, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ φιλόμουσοι καὶ φιλοικοδόμοι καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστοι ἐπιδιδόασιν εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον χαίροντες αὐτῷ· συναύξουσι δὲ αἱ ἡδοναί, τὰ δὲ συναύξοντα οἰκεῖα· τοῖς [1175b] ἑτέροις δὲ τῷ εἴδει καὶ τὰ οἰκεῖα ἕτερα τῷ εἴδει. ἔτι δὲ μᾶλλον τοῦτ᾽ ἂν φανείη ἐκ τοῦ τὰς ἀφ᾽ ἑτέρων ἡδονὰς ἐμποδίους ταῖς ἐνεργείαις εἶναι. οἱ γὰρ φίλαυλοι ἀδυνατοῦσι τοῖς λόγοις προσέχειν, ἐὰν κατακούσωσιν αὐλοῦντος, μᾶλλον χαίροντες αὐλητικῇ τῆς παρούσης ἐνεργείας· ἡ κατὰ τὴν αὐλητικὴν οὖν ἡδονὴ τὴν περὶ τὸν λόγον ἐνέργειαν φθείρει. ὁμοίως δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων συμβαίνει, ὅταν ἅμα περὶ δύο ἐνεργῇ· ἡ γὰρ ἡδίων τὴν ἑτέραν ἐκκρούει, κἂν πολὺ διαφέρῃ κατὰ τὴν ἡδονήν, μᾶλλον, ὥστε μηδ᾽ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἑτέραν. διὸ χαίροντες ὁτῳοῦν σφόδρα οὐ πάνυ δρῶμεν ἕτερον, καὶ ἄλλα ποιοῦμεν ἄλλοις ἠρέμα ἀρεσκόμενοι, οἷον καὶ ἐν τοῖς θεάτροις οἱ τραγηματίζοντες, ὅταν φαῦλοι οἱ ἀγωνιζόμενοι ὦσι, τότε μάλιστ᾽ αὐτὸ δρῶσιν. ἐπεὶ δ᾽ ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰς ἐνεργείας καὶ χρονιωτέρας καὶ βελτίους ποιεῖ, αἱ δ᾽ ἀλλότριαι λυμαίνονται, δῆλον ὡς πολὺ διεστᾶσιν. σχεδὸν γὰρ αἱ ἀλλότριαι ἡδοναὶ ποιοῦσιν ὅπερ αἱ οἰκεῖαι λῦπαι· φθείρουσι γὰρ τὰς ἐνεργείας αἱ οἰκεῖαι λῦπαι, οἷον εἴ τῳ τὸ γράφειν ἀηδὲς καὶ ἐπίλυπον ἢ τὸ λογίζεσθαι· ὃ μὲν γὰρ οὐ γράφει, ὃ δ᾽ οὐ λογίζεται, λυπηρᾶς οὔσης τῆς ἐνεργείας. συμβαίνει δὴ περὶ τῆς ἐνεργείας τοὐναντίον ἀπὸ τῶν οἰκείων ἡδονῶν τε καὶ λυπῶν· οἰκεῖαι δ᾽ εἰσὶν αἱ ἐπὶ τῇ ἐνεργείᾳ καθ᾽ αὑτὴν γινόμεναι. αἱ δ᾽ ἀλλότριαι ἡδοναὶ εἴρηται ὅτι παραπλήσιόν τι τῇ λύπῃ ποιοῦσιν· φθείρουσι γάρ, πλὴν οὐχ ὁμοίως. διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν ἐπιεικείᾳ καὶ φαυλότητι, καὶ τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν τῶν δὲ φευκτῶν τῶν δ᾽ οὐδετέρων, ὁμοίως ἔχουσι καὶ αἱ ἡδοναί· καθ᾽ ἑκάστην γὰρ ἐνέργειαν οἰκεία ἡδονὴ ἔστιν. ἡ μὲν οὖν τῇ σπουδαίᾳ οἰκεία ἐπιεικής, ἡ δὲ τῇ φαύλῃ μοχθηρά· καὶ γὰρ αἱ ἐπιθυμίαι τῶν μὲν καλῶν ἐπαινεταί, τῶν δ᾽ αἰσχρῶν ψεκταί. οἰκειότεραι δὲ ταῖς ἐνεργείαις αἱ ἐν αὐταῖς ἡδοναὶ τῶν ὀρέξεων· αἳ μὲν γὰρ διωρισμέναι εἰσὶ καὶ τοῖς χρόνοις καὶ τῇ φύσει, αἳ δὲ σύνεγγυς ταῖς ἐνεργείαις, καὶ ἀδιόριστοι οὕτως ὥστ᾽ ἔχειν ἀμφισβήτησιν εἰ ταὐτόν ἐστιν ἡ ἐνέργεια τῇ ἡδονῇ. οὐ μὴν ἔοικέ γε ἡ ἡδονὴ διάνοια εἶναι οὐδ᾽ αἴσθησις (ἄτοπον γάρ), ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ χωρίζεσθαι φαίνεταί τισι ταὐτόν. ὥσπερ οὖν αἱ ἐνέργειαι ἕτεραι, καὶ αἱ ἡδοναί. διαφέρει δὲ ἡ [1176a] ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι, καὶ ἀκοὴ καὶ ὄσφρησις γεύσεως· ὁμοίως δὴ διαφέρουσι καὶ αἱ ἡδοναί, καὶ τούτων αἱ περὶ τὴν διάνοιαν, καὶ ἑκάτεραι ἀλλήλων. δοκεῖ δ᾽ εἶναι ἑκάστῳ ζῴῳ καὶ ἡδονὴ οἰκεία, ὥσπερ καὶ ἔργον· ἡ γὰρ κατὰ τὴν ἐνέργειαν. καὶ ἐφ᾽ ἑκάστῳ δὲ θεωροῦντι τοῦτ᾽ ἂν φανείη· ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτός φησιν ὄνους σύρματ᾽ ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσόν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις. αἱ μὲν οὖν τῶν ἑτέρων τῷ εἴδει διαφέρουσιν εἴδει, τὰς δὲ τῶν αὐτῶν ἀδιαφόρους εὔλογον εἶναι. διαλλάττουσι δ᾽ οὐ σμικρὸν ἐπί γε τῶν ἀνθρώπων· τὰ γὰρ αὐτὰ τοὺς μὲν τέρπει τοὺς δὲ λυπεῖ, καὶ τοῖς μὲν λυπηρὰ καὶ μισητά ἐστι τοῖς δὲ ἡδέα καὶ φιλητά. καὶ ἐπὶ γλυκέων δὲ τοῦτο συμβαίνει· οὐ γὰρ τὰ αὐτὰ δοκεῖ τῷ πυρέττοντι καὶ τῷ ὑγιαίνοντι, οὐδὲ θερμὸν εἶναι τῷ ἀσθενεῖ καὶ τῷ εὐεκτικῷ. ὁμοίως δὲ τοῦτο καὶ ἐφ᾽ ἑτέρων συμβαίνει. δοκεῖ δ᾽ ἐν ἅπασι τοῖς τοιούτοις εἶναι τὸ φαινόμενον τῷ σπουδαίῳ. εἰ δὲ τοῦτο καλῶς λέγεται, καθάπερ δοκεῖ, καὶ ἔστιν ἑκάστου μέτρον ἡ ἀρετὴ καὶ ἁγαθός, ᾗ τοιοῦτος, καὶ ἡδοναὶ εἶεν ἂν αἱ τούτῳ φαινόμεναι καὶ ἡδέα οἷς οὗτος χαίρει. τὰ δὲ τούτῳ δυσχερῆ εἴ τῳ φαίνεται ἡδέα, οὐδὲν θαυμαστόν· πολλαὶ γὰρ φθοραὶ καὶ λῦμαι ἀνθρώπων γίνονται· ἡδέα δ᾽ οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τούτοις καὶ οὕτω διακειμένοις. τὰς μὲν οὖν ὁμολογουμένως αἰσχρὰς δῆλον ὡς οὐ φατέον ἡδονὰς εἶναι, πλὴν τοῖς διεφθαρμένοις· τῶν δ᾽ ἐπιεικῶν εἶναι δοκουσῶν ποίαν ἢ τίνα φατέον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι; ἢ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν δῆλον; ταύταις γὰρ ἕπονται αἱ ἡδοναί. εἴτ᾽ οὖν μία ἐστὶν εἴτε πλείους αἱ τοῦ τελείου καὶ μακαρίου ἀνδρός, αἱ ταύτας τελειοῦσαι ἡδοναὶ κυρίως λέγοιντ᾽ ἂν ἀνθρώπου ἡδοναὶ εἶναι, αἱ δὲ λοιπαὶ δευτέρως καὶ πολλοστῶς, ὥσπερ αἱ ἐνέργειαι.

[5] Αυτός είναι και ο λόγος που οι ηδονές διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος. Όπως, πράγματι, δεχόμαστε, πράγματα διαφορετικά ως προς το είδος οδηγούνται στην τελειότητα από διαφορετικά πράγματα (το βλέπουμε καθαρά τόσο στα προϊόντα της φύσης όσο και στα δημιουργήματα της τέχνης, π.χ. στα ζώα, στα δέντρα, στις ζωγραφιές, στα αγάλματα, στα σπίτια, στα έπιπλα)· παρόμοια δεχόμαστε ότι και διαφορετικές ως προς το είδος ενέργειες οδηγούνται στην τελειότητα από διαφορετικά ως προς το είδος πράγματα. Οι ενέργειες, τώρα, της διάνοιας διαφέρουν από τις ενέργειες των αισθήσεων και, πάλι, αυτές διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος· και οι ηδονές, επομένως, οι οποίες τις κάνουν τέλειες.
Αυτό όμως μπορεί να γίνει φανερό και από τη στενότατη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κάθε ηδονή και στην ενέργεια που αυτή η ηδονή την κάνει τέλεια. Γιατί η οικεία ηδονή αυξάνει την ενέργεια. Ο λόγος είναι ότι όσοι, σε οποιονδήποτε επιμέρους τομέα, ενεργούν με ευχαρίστηση, είναι οι καλύτεροι κριτές και οι ακριβέστεροι γνώστες· καλοί, επιπαραδείγματι, στη γεωμετρία γίνονται αυτοί που βρίσκουν ευχαρίστηση στο να ασχολούνται με αυτήν — και, φυσικά, αυτοί κατανοούν καλύτερα τις διάφορες λεπτομέρειές της· με τον ίδιο τρόπο οι φιλόμουσοι, οι φιλοικοδόμοι και οι φίλοι όλων των άλλων τεχνών προκόβουν ο καθένας στη δική του εργασία, ακριβώς γιατί βρίσκουν ευχαρίστηση σ᾽ αυτήν. Η ηδονή λοιπόν συντελεί στην αύξηση της ενέργειας, και ό,τι συντελεί στην αύξηση ενός πράγματος, είναι οικείο σ᾽ αυτό· [1175b] όταν όμως κάποια πράγματα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος και τα οικεία τους.
Το πράγμα γίνεται, νομίζω, ακόμη πιο φανερό, αν προσέξουμε ότι οι ηδονές που προέρχονται από ένα είδος ενεργειών γίνονται εμπόδιο για άλλες ενέργειες. Οι άνθρωποι, επιπαραδείγματι, που τους αρέσει πάρα πολύ η μουσική του αυλού, αδυνατούν να δώσουν προσοχή στις φιλοσοφικές συζητήσεις, αν εκείνη τη στιγμή ακούσουν κάποιον να παίζει αυλό, γιατί η μουσική του αυλού τούς ευχαριστεί περισσότερο από την ενέργεια της στιγμής εκείνης· συμπέρασμα: η ηδονή που γεννάει η αυλητική τέχνη φθείρει την ενέργεια που σχετίζεται με τη φιλοσοφική συζήτηση. Το ίδιο συμβαίνει και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν κάποιος ενεργεί προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις συγχρόνως: η πιο ευχάριστη από τις δύο ενέργειες εκτοπίζει την άλλη· αν μάλιστα η ενέργεια αυτή υπερέχει κατά πολύ από την άποψη της ηδονής, τότε εκτοπίζει την άλλη ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να παύει να ασκείται η δεύτερη ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος που, όταν κάτι μας ευχαριστεί πάρα πολύ, ούτε καν κάνουμε κάτι άλλο: με άλλα πράγματα ασχολούμαστε, όταν κάποιο πράγμα μάς ευχαριστεί μέτρια· παράδειγμα αυτοί που τραγανίζουν στο θέατρο γλυκίσματα και ξηρούς καρπούς: όταν η παράσταση είναι ασήμαντη, τότε είναι κυρίως που το κάνουν αυτό.
Αφού, τώρα, η οικεία ηδονή δίνει στις ενέργειες ακρίβεια και διάρκεια και τις κάνει καλύτερες, ενώ οι ξένες ηδονές τις καταστρέφουν, είναι φανερό ότι τις χωρίζει μια μεγάλη απόσταση. Πραγματικά, οι ξένες ηδονές κάνουν αυτό σχεδόν που κάνουν οι οικείες λύπες: οι οικείες λύπες καταστρέφουν τις ενέργειες· αν, επιπαραδείγματι, το γράψιμο ή η αριθμητική δεν προκαλούν σε κάποιον άνθρωπο καμιά ευχαρίστηση και, ίσα ίσα, τον στενοχωρούν, αυτός δεν γράφει ή δεν κάνει πράξεις αριθμητικής, αφού αυτού του είδους οι ενέργειες τού προκαλούν στενοχώρια. Οι οικείες λοιπόν ηδονές και οι οικείες λύπες ασκούν εντελώς αντίθετη μεταξύ τους επίδραση πάνω στις ενέργειες («οικείες» είναι αυτές που γεννιούνται από αυτήν καθεαυτή την ενέργεια). Οι «ξένες» όμως ηδονές είπαμε πριν από λίγο ότι κάνουν κάτι το παραπλήσιο με αυτό που κάνει η λύπη: καταστρέφουν την ενέργεια — μόνο που αυτό δεν το κάνουν με τον ίδιο με εκείνην τρόπο.
Επειδή, τώρα, οι ενέργειες διαφέρουν η μία από την άλλη από την άποψη της ηθικής αξίας και απαξίας τους, και άλλες από αυτές είναι άξιες προτίμησης και επιλογής, άλλες άξιες αποφυγής και άλλες δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, το ίδιο συμβαίνει και με τις αντίστοιχες ηδονές· γιατί στην κάθε ενέργεια αντιστοιχεί η οικεία ηδονή. Η ηδονή λοιπόν που είναι οικεία στην ενάρετη ενέργεια είναι καλή, και αυτή που είναι οικεία στην κατώτερης αξίας ενέργεια είναι κακή — ακριβώς όπως οι επιθυμίες των ωραίων πραγμάτων είναι άξιες επαίνου, ενώ οι επιθυμίες των άσχημων πραγμάτων είναι άξιες ψόγου. Οι ηδονές όμως που συνοδεύουν τις ενέργειες είναι σε μεγαλύτερο βαθμό οικείες προς αυτές από ό,τι είναι οι επιθυμίες· γιατί οι επιθυμίες είναι και από την άποψη του χρόνου και από την άποψη τη φύσης τους χωρισμένες από τις ενέργειες, ενώ οι ηδονές βρίσκονται τόσο κοντά στις ενέργειες και είναι τόσο αξεχώριστες από αυτές ώστε να τίθεται το ερώτημα μήπως η ενέργεια είναι το ίδιο πράγμα με την ηδονή. Δεν φαίνεται, πάντως, η ηδονή να είναι νοητική ή αισθητική ενέργεια (τέτοιες ταυτίσεις θα ήταν παράλογες), επειδή όμως δεν χωρίζονται, κάποιοι έχουν την εντύπωση ότι ταυτίζονται. Όπως λοιπόν οι ενέργειες είναι διαφορετικές η μια από την άλλη, είναι διαφορετικές μεταξύ τους και οι αντίστοιχες ηδονές. Από την άλλη η όραση είναι ανώτερη [1176a] από την αφή ως προς την καθαρότητα, η ακοή και η όσφρηση από τη γεύση· παρόμοια είναι ανώτερες και οι ηδονές· από αυτές, πάλι, τις ηδονές είναι ανώτερες αυτές που σχετίζονται με τη νοητική λειτουργία, και στο εσωτερικό των δύο αυτών κατηγοριών η μία μορφή είναι ανώτερη από την άλλη ως προς την καθαρότητα.
Κάθε ζωντανός οργανισμός θεωρείται ότι έχει τη δική του ηδονή, όπως έχει και το δικό του έργο: είναι η ηδονή που αντιστοιχεί στην ενέργειά του. Το πράγμα μπορεί, νομίζω, να γίνει φανερό, αν πάρουμε τους ζωντανούς οργανισμούς και τους εξετάσουμε έναν έναν· άλλη, πράγματι, είναι η ηδονή του αλόγου, άλλη του σκύλου και άλλη του ανθρώπου· όπως λέει και ο Ηράκλειτος «οι όνοι θα προτιμούσαν μάλλον τα άχυρα παρά το χρυσάφι»· γιατί για τους όνους η τροφή είναι πιο ευχάριστο πράγμα από το χρυσάφι. Οι ηδονές λοιπόν των διαφορετικών ως προς το είδος όντων είναι και αυτές διαφορετικές ως προς το είδος· αντίθετα, είναι εύλογο να δεχτούμε ότι οι ηδονές των όντων που ανήκουν στο ίδιο είδος δεν παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους. Στην περίπτωση όμως των ανθρώπων διαφέρουν μεταξύ τους όχι λίγο· πραγματικά, τα ίδια πράγματα άλλους τους ευχαριστούν και άλλους τους δυσαρεστούν, και είναι δυσάρεστα και μισητά στους μεν και ευχάριστα και αγαπητά στους δε. Το ίδιο γίνεται και με τα γλυκά πράγματα: τα ίδια πράγματα δεν φαίνονται γλυκά στον άνθρωπο που έχει πυρετό και στον υγιή άνθρωπο, ούτε φαίνεται ζεστό ένα και το αυτό πράγμα στον άρρωστο άνθρωπο και στον άνθρωπο που έχει καλή υγεία. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση άλλων πραγμάτων. Σε όλες, πάντως, αυτές τις περιπτώσεις το πράγμα θεωρείται πως είναι έτσι όπως φαίνεται στον αγαθό άνθρωπο. Αν το περιεχόμενο της φράσης αυτής είναι σωστό, όπως και φαίνεται πως είναι, και αν το μέτρο για κάθε πράγμα είναι η αρετή και ο αγαθός άνθρωπος ως αγαθός άνθρωπος, τότε ηδονές θα είναι αυτές που φαίνονται στον αγαθό άνθρωπο ότι είναι ηδονές και ευχάριστα πράγματα θα είναι αυτά στα οποία ο άνθρωπος αυτός βρίσκει ευχαρίστηση. Αν, τώρα, αυτά που είναι σ᾽ αυτόν τον άνθρωπο δυσάρεστα φαίνονται σε κάποιον άλλον ευχάριστα, δεν είναι καθόλου παράδοξο· ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι υπόκεινται σε πολλές φθορές και σε πολλές βλάβες: στην πραγματικότητα τα πράγματα αυτά δεν είναι ευχάριστα παρά μόνο σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους και σ᾽ αυτούς που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση.
Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν πρέπει να λέμε ότι είναι ηδονές αυτές που κατά την κοινή ομολογία είναι επαίσχυντες: αυτές είναι ηδονές μόνο για τους διεφθαρμένους ανθρώπους. Από τις μορφές ηδονής όμως που θεωρούνται καλές ποιό είδος ηδονής ή ποιά ηδονή πρέπει να λέμε ότι προσιδιάζει στον άνθρωπο; Ή μήπως αυτό γίνεται φανερό από τις αντίστοιχες ενέργειες, δεδομένου ότι οι ηδονές συνοδεύουν τις ενέργειες; Είτε είναι λοιπόν μία είτε είναι περισσότερες οι ενέργειες του τέλειου και ευδαίμονος ανθρώπου, οι ηδονές που κάνουν τέλειες αυτές τις ενέργειες είναι αυτές που κατά κύριο λόγο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να λέγονται ηδονές του ανθρώπου· οι υπόλοιπες είναι ηδονές του ανθρώπου κατά δεύτερο λόγο και σε ακόμη μικρότερο βαθμό — ακριβώς όπως είναι κατά δεύτερο λόγο και σε ακόμη μικρότερο βαθμό ενέργειες του ανθρώπου αυτές στις οποίες αντιστοιχούν αυτές οι ηδονές.